Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Η δίκη των "εξ"


Η δίκη των "εξ" 

(μια κριτική θεώρηση της δίκης, 87 χρόνια μετά την εκτέλεση των "εξ")

Σήμερα (15 Νοεμβρίου 2009) συμπληρώνονται 87 χρόνια από την καταδικαστική απόφαση και την εκτέλεση των "εξ" στην τοποθεσία Γουδή. Η "δίκη των εξ" που προηγήθηκε, είναι ίσως ένας από τους πιο ανακριβείς ιστορικούς όρους που έχει διατυπωθεί ποτέ για να περιγράψει ένα ιστορικό γεγονός. Αυτό ισχύει γιατί απλούστατα ούτε δίκη έγινε με την καθιερωμένη έννοια του όρου, ούτε οι κατηγορούμενοι ήταν "εξ" (ήταν οκτώ οι Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Μ. Γούδας, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης και Γ. Χατζηανέστης). Ο τίτλος αυτός έχει ως στόχο να συσκοτίσει ιστορικά την αλήθεια για την τραγική δολοφονία εξ αθώων πατριωτών πολιτικών ανδρών με μεγάλη προσφορά στον τόπο κατά το παρελθόν.

Το κατηγορητήριο της δίκης διαρθρωμένο σε 13 σημεία, τόνιζε τα λάθη και τις παραλείψεις της πολιτικής ηγεσίας Γούναρη - Στράτου - Πρωτοπαπαδάκη στην διαχείριση του Μικρασιατικού ζητήματος τα έτη 1920-1922. Αυτό βέβαια που όλοι γνώριζαν, ήταν ότι τα λάθη αυτά δεν ήταν προφανώς εσκεμμένα. Η βασική κατηγορία όμως που οδήγησε τους έξι πατριώτες πολιτικούς στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν ακριβώς αυτή που όλοι γνώριζαν ότι δεν αλήθευε: η εσχάτη προδοσία. Έτσι δεν είναι ανακριβές να δηλώσουμε ότι οι εκτελεσθέντες ήσαν αθώοι και δεν εκτελέστηκαν αλλά δολοφονήθηκαν από πραξικοπηματίες στρατιωτικούς σε συνεργασία με τους πολιτικούς τους πολιτικούς αντιπάλους. Αυτό άλλωστε το παραδέχονται ακόμη και ακροαριστεροί ιστορικοί όπως ο Τάσος Βουρνάς ενώ ο ιστορικός Θάνος Βερέμης υποστηρίζει ότι η δίκη των έξι εντασσόταν στις προσπάθειες των στρατιωτικών κύκλων να μετακυλήσουν αλλού τις ευθύνες της καταστροφής. Ο Γεώργιος Ζορμπάς, επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο της δίκης είπε: «Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων».

Πραγματικά δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί ονομάζεται "δίκη" η διαδικασία δικαστικής παρωδίας και συνοπτικής εκτέλεσης των "έξ" αθώων ανδρών. Οι κατηγορούμενοι δεν δικάστηκαν από τους φυσικούς δικαστές τους (από ειδικό δικαστήριο που θα υποδείκνυε η βουλή), ενώ παραβιάστηκε και το άρθρο 91 του Συντάγματος που απαγορεύει την σύσταση Έκτακτου δικαστηρίου που δεν προϋπήρχε θεσμικά, καθώς κανείς πολίτης δεν στερείται των φυσικών δικαστών. Αν τώρα συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι οι δικαστές του στρατοδικείου ταυτίζονταν με τους κατήγορους και είχαν οι περισσότεροι ταχθεί εκ προοιμίου υπέρ της εκτέλεσης των κατηγορουμένων, έχουμε την πλήρη εικόνα μιας προαποφασισμένης στημένης δίκης-παρωδίας.

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των εισαγγελέων - δικαστών για την πλήρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ήταν η λαϊκή οργή και η λαϊκή απαίτηση για τιμωρία των κατηγορουμένων Μάλιστα ο "επαναστατικός επίτροπος" Γεωργιάδης στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματα της υπεράσπισης επικαλέστηκε την λαϊκή απαίτηση για την δίκη που εκφράστηκε και με ψηφίσματα!!! που κατέθεσε ο λαός των Αθηνών. Ομολογουμένως παγκόσμια πρωτοτυπία στα δικαστικά χρονικά, άνθρωποι να εισάγονται σε δίκη και να τουφεκίζονται μετά από κατάθεση ψηφισμάτων από ομάδες πολιτών!!!

Ένα άλλο βασικό επιχείρημα των εναγόντων στρατιωτικών ήταν ότι τα δικαιώματα των κατηγορουμένων δεν γίνονταν σεβαστά και οι νόμοι καταπατούνταν επειδή την εξουσία την κατείχε η "επαναστατική επιτροπή". Η ίδια όμως "επιτροπή" δεν είχε κάνει κανενός είδους πολιτικής επανάστασης πλην της κατάργησης της Κυβέρνησης και της καθαίρεσης του Βασιλιά Κωνσταντίνου Οι ηγέτες της Επανάστασης (Πλαστήρας - Γονατάς) είχαν επανειλημμένα δηλώσει ότι θα σεβαστούν το Σύνταγμα, την Δημοκρατία και τους Νόμους. Στην "δίκη" αυτή όμως παραβιάστηκαν και πολλά άλλα στοιχειώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων Συγκεκριμένα όχι μόνο απαγορεύτηκε η πρόσβαση των κατηγορουμένων σε κρατικά έγγραφα, αλλά απαγορεύτηκε η πρόσβαση και στα προσωπικά τους αρχεία και έγγραφα. Σε πολλούς δε κατηγορουμένους δεν τους απαγγέλθηκε καν κατηγορητήριο κατά την διάρκεια της προανάκρισης.

Δεν είμαι δικηγόρος, ούτε έχω ειδικές γνώσεις γνώσεις επί των θεμάτων αυτών. Γίνεται όμως εύκολα αντιληπτό από τα λίγα πράγματα που ξέρω για τα πολιτικά δικαστήρια ότι παραβιάστηκαν σχεδόν όλα τα στοιχειώδη ατομικά δικαιώματα των εκτελεσθέντων. Άλλωστε το γεγονός αυτό το παραδέχθηκε και η πολιτική αγωγή. Η μόνιμη επωδός τόσο των δικαστών όσο και των κατήγορων (αν και οι 2 αυτές κατηγορίες συνέπιπταν) ήταν ότι υπήρχε καθεστώς έκτακτης εθνικής ανάγκης που επέβαλλε τις βάρβαρες αυτές διαδικασίες. Η έδρα (Οθωναίος) απέρριψε όλες τις ενστάσεις επί των διαδικασιών, έχοντας ως σκεπτικό ότι....τις απορρίπτει τελεία και παύλα.

Το πιο τραγικό από όλα ήταν ότι οι δικαστές - εισαγγελείς που εκτέλεσαν τους 6 αθώους άνδρες, είχαν οι ίδιοι βαρύτατες ευθύνες για την τελική κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας. Όλοι (Γονατάς, Πλαστήρας, Παπούλας), πλην Παγκάλου, είχαν την διοίκηση μεγάλων μονάδων του στρατού στο μέτωπο, ενώ πολλοί άλλοι συνεργάτες τους (Κονδύλης) συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις στην Κωνσταντινούπολη υποσκάπτοντας το ηθικό του Ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Αλήθεια όλοι αυτοί δεν είχαν καθόλου προσωπικές ευθύνες? Ήταν τόσο καθαρή η συνείδηση τους, ώστε να φορτώσουν την καταστροφή στους ώμους άλλων? Υπενθυμίζω ότι ο Αλέξανδρος Μαζαράκης - Αινιάν στην επίσημη έρευνα του στρατού το 1924 για τα αίτια της στρατιωτικής κατάρρευσης του Μικρασιατικού μετώπου, κατελόγισε βαρύτατες ευθύνες στον Στυλιανό Γονατά για την φυγή του στρατιωτικού τμήματος που διοικούσε, ενώπιον του εχθρού.

Υπάρχει και ένα τελευταίο και ίσως το πιο σημαντικό επιχείρημα των Βενιζελικών εκείνης της εποχής, ότι όφειλαν να εκτελεσθούν οι 6 αθώοι Έλληνες πατριώτες για να κατασιγάσει ο κοινωνικός αναβρασμός και να ικανοποιηθούν οι πρόσφυγες. Ομολογουμένως είναι και το μοναδικό στέρεο επιχείρημα, αν δεχθούμε ότι οι πρόσφυγες ήθελαν να πεθάνουν κάποιοι αθώοι για την καταστροφή που έπαθαν. Προφανώς δεν ισχύει κάτι τέτοιο, καθώς οι πρόσφυγες δεν ήταν αιμοδιψή τέρατα αλλά πονεμένοι άνθρωποι. Αλλά και αν ίσχυε, η ουσία δεν θα άλλαζε. Οι "εξ" ήταν αθώοι του κατηγορητηρίου και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ, όση προσπάθεια και αν καταβάλλουν οι Βενιζελικοί υμνωδοί - ιστορικοί που έχουν εξορίσει την κοινή λογική από τις ιστορικές σπουδές.

Μια άλλη αποκαλυπτική πτυχή της δίκης ήταν ότι ενώ το κατηγορητήριο κάλυπτε συνολικά την χρονική περίοδο 1920-1922, πολλοί κατηγορούμενοι δεν κατείχαν κρατικές θέσεις στο μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου αυτής. Κλασσικό παράδειγμα ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης που ανέλαβε καθήκοντα 3 μήνες πριν την καταστροφή!! Και όμως δικαζόταν και για διπλωματικά λάθη των μετανοεμβριανών Κυβερνήσεων σε μια απόδοση συνολικής ευθύνης που ανάλογη είδαμε μόνο στα προπολεμικά κομμουνιστικά απολυταρχικά καθεστώτα. Άλλο παράδειγμα αποτελεί ο Νικόλαος Στράτος, που για το μισό της επίμαχης περιόδου ήταν στην αντιπολίτευση! Ο Ιωάννης Μεταξάς με αρθρογραφία του την εποχή εκείνη, υποστήριζε ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, οι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση. Φυσικά τέτοιο δικαίωμα δεν αναγνώρισε το στρατοδικείο των εκτελεστών. Η καταδικαστική απόφαση ανακοινώθηκε ξημερώματα της 15ης Νοεμβρίου και οι κατηγορούμενοι εκτελέστηκαν την ίδια εκείνη ημέρα.

Στις 11.οο το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, οι έξι άνδρες μεταφέρθηκαν με φορτηγό στην τοποθεσία Γουδή. Τραγική φιγούρα ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος είχε προσβληθεί από τύφο και μόλις στεκόταν στα πόδια του, υποβασταζόμενος από τους υπόλοιπους. Ο Έρνεστ Χέμινγουέη που κάλυψε δημοσιογραφικά τα γεγονότα για την εφημερίδα "Τορόντο Μέηλ" έγραψε για τον Γούναρη: "O ψηλός πρώην πρωθυπουργός ήταν βαρειά άρρωστος. Δεν μπορούσε να σταθεί στο λασπωμένο χώμα. Είχε στους ώμους του μια στρατιωτική κουβέρτα. Οι δύο σύντροφοι του τον κρατούσαν όρθιο...." Το πυρ του εκτελεστικού αποσπάσματος έκλεισε το κεφάλαιο του Μικρασιατικού δράματος και άνοιξε το κεφάλαιο του δεύτερου εθνικού διχασμού που απείχε μόλις μια δεκαετία...

Ως τελευταίο μάρτυρα για την αθωότητα των "εξ" ανδρών θα φέρουμε αυτόν που κυρίως βοήθησε να στηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε στην βουλή των Ελλήνων το 1929:
"..δύναμαι να σας διαβεβαιώσω με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ητις ακολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίας κατά της πατρίδος η ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν...."
------------------------------------------------

Αντίλογος στα επιχειρήματα των υποστηρικτών της νομιμότητας της "δίκης των εξ"


Έχουμε αναφερθεί εκτενώς στο παρελθόν για την "δίκη των εξ" και πιστεύω πως είχαμε αποδείξει αρκετά πειστικά ότι δεν ήταν "δίκη" παρά μια παρωδία δικαστικής διαδικασίας με προαποφασισμένο αποτέλεσμα για το οποίο οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν ακόμα και του αυτονόητου δικαιώματος της έφεσης του.

Παρατηρήσαμε όμως ότι υπάρχουν κάποιες βαθιά ριζωμένες λανθασμένες (κατά την γνώμη μας) αντιλήψεις για την κρίσιμη περίοδο 1918-1922 που ανακυκλώνονται ευρέως διαδικτυακά. Αυτές επικαλούνται πολλοί προσφυγικοί σύλλογοι και ιστορικοί (Βλάσης Αγτζίδης) συναρμολογώντας ένα νέο κατηγορητήριο για τους "έξι" ζητώντας με πάθος την εκ νέου καταδίκη τους. Καλό όμως είναι να ακούγονται και άλλες απόψεις επί των θεμάτων αυτών. Θα αναφερθώ σε αυτές όσο πιο συνοπτικά μπορώ.

ΑΠΟΨΗ ΠΡΩΤΗ "Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 προήλθε από την αντιπολεμική πολιτική του "οίκαδε" και της "μικράς και εντίμου Ελλάδος" που εξήγγειλε η "Ηνωμένη Αντιπολίτευσις" του Δ. Γούναρη"

Αυτό όμως δεν ισχύει (η μάλλον δεν ισχύει μόνο αυτό). Την τριετία 1917-1920 ο βενιζελισμός έδειξε σκληρότητα και αυταρχισμό προς τους πολιτικούς του αντιπάλους με χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, εξορία και εκτοπισμούς πολιτικών, σκληρή λογοκρισία, αθρόες εκτελέσεις φυγόστρατων κτλ Η "ηνωμένη αντιπολίτευσις" επικαλέστηκε μόνο την επιστροφή στην νομιμότητα και στην δικαιοσύνη. Οι αντιπρόσωποι της δεν ανέφεραν σε κανένα προεκλογικό τους λόγο (τουλάχιστον από αυτούς που έχω διαβάσει) για απαγκίστρωση από την Μικρά Ασία. Άλλωστε και όταν ήρθε στην εξουσία η "ηνωμένη αντιπολίτευσις" δεν ακολούθησε τέτοια πολιτική αλλά υποστήριξε την προσπάθεια απελευθέρωσης της Ιωνίας ως κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

ΑΠΟΨΗ ΔΕΥΤΕΡΗ "Οι σύμμαχοι μας (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), μας εγκατέλειψαν επειδή επέστρεψε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ο Γούναρης και συν αυτώ γνώριζαν ότι με την επιστροφή του Βασιλιά θα έχαναν κάθε έρεισμα στο εξωτερικό"

Υπάρχουν τουλάχιστον 5 περιπτώσεις (μια από αυτές εδώ)κατά τις οποίες οι Βρεττανοί (Γουίλσον, Λόυδ Τζώρτζ, Τσώρτσιλ, Κώρζον)και οι Γάλλοι ιθύνοντες (Κλεμανσώ, Πουανκαρέ)είχαν προειδοποιήσει τον Ελ. Βενιζέλο ότι δεν θα βοηθούσαν την Ελλάδα ούτε οικονομικά ούτε στρατιωτικά κατά την εμπλοκή της στην Μ. Ασία. Για όσο καιρό ήταν πρωθυπουργός ο Βενιζέλος η Ελλάδα δεν δέχθηκε την παραμικρή βοήθεια από τους Συμμάχους (πηγή "Καθημερινή"). Διαβάσαμε στον κ. Αγτζίδη για "πιστώσεις" που μας έκαναν οι σύμμαχοι. Καλό είναι να μας δώσει την ιστορική πηγή που περιλαμβάνει η αναφέρει τις "πιστώσεις" αυτές. Η επιστροφή του Βασιλιά το μόνο που προμήθευσε τους συμμάχους μας ήταν μια καλή δικαιολογία που επικαλέστηκαν. Δεν ήταν όμως η αιτία της συμπεριφοράς των συμμάχων απέναντι μας μετα τον Νοέμβριο του 1920. Επίσης να υπενθυμίσω ότι η επαναφορά του Κωνσταντίνου ήταν διακηρυγμένη προτεραιότητα την "ηνωμένης αντιπολίτευσης" κατά την προεκλογική περίοδο (και ίσως αποτέλεσε και σημαντικό συντελεστή της εκλογικής της νίκης).

ΑΠΟΨΗ ΤΡΙΤΗ "Παράλληλα στο Μέτωπο εκδιώκονται οι εμπειροπόλεμοι αξιωματικοί ως βενιζελικοί και αντικαθίστανται από απειροπόλεμους βασιλικούς. Ουσιαστικά διαλύουν το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού, όχι μόνο με τις αποτάξεις και τις διώξεις αλλά και με την παράλογη συνέχιση των επιχειρήσεων στα βάθη της Μικράς Ασίας."

Ούτε αυτή η θέση είναι ακριβώς σωστή. Όταν εξελέγη η "ηνωμένη αντιπολίτευσις" όφειλε να επαναφέρει, για λόγους δικαιοσύνης, τους αξιωματικούς που είχε αποτάξει ο βενιζελισμός για τα πολιτικά τους φρονήματα. Από τους βενιζελικούς αξιωματικούς που απομακρύνθηκαν από το μέτωπο, μια ομάδα (Κονδύλης)εγκατέλειψε αυτοβούλως την θέση της και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνωμοτούσε κατά της νέας κυβέρνησης. Μόνο λίγοι ανώτατοι αξιωματικοί αντικαταστάθηκαν (π.χ. ο Πλαστήρας έμεινε στην θέση του) και σίγουρα οι εκκαθαρίσεις που έγιναν ηταν το 1/4 από αυτές που είχαν κάνει οι Βενιζελικοί την τριετία 1917-1920 σύμφωνα με τον Michael Llewellyn Smith.

ΑΠΟΨΗ ΤΕΤΑΡΤΗ "Αντιλαμβανόμενη τις αρνητικές εξελίξεις, η κορυφαία οργάνωση των Μικρασιατών υπό την επωνυμία «Μικρασιατική Άμυνα» ζητά την αλλαγή πολιτικής με την ανακήρυξη ξεχωριστού Ιωνικού Κράτους και τη δημιουργία Μικρασιατικού Στρατού. Ο στρατηγος Παπούλας υπολόγιζε ότι ο στρατός αυτός θα ανέλθει σε 80.000 άνδρες. Παρότι οι σύμμαχοι στη Διάσκεψη των Παρισίων του Μαρτίου του ’22, ζητούν απ’ την Ελλάδα να συνθηκολογήσει με τον Κεμάλ και να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία, οι κυβερνήτες της Ελλάδας αποφασίζουν την απόρριψη των μικρασιατικών αιτημάτων και τον μη εξοπλισμό του ελληνικού πληθυσμού."

Αυτό το επιχείρημα είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό! Η Ελλάς την εξιστορούμενη εποχή είχε υπό τα όπλα 200.000 εμπειροπόλεμους εκπαιδευμένους άνδρες, με έμπειρους ανώτατους αξιωματικούς, επιμελητεία, υγειονομικές υπηρεσίες, αεροπορία αναγνώρισης, πυροβολικό, μεταφορικά μέσα κτλ. Τι ακριβώς θα έκαναν οι 80.000 Μικρασιάτες μόνοι τους? Εκτός αυτού γιατί οι ίδιοι Μικρασιάτες δεν προσήλθαν ως εθελοντές όταν έγινε το κάλεσμα από την Ελληνική Κυβέρνηση (προσήλθαν πολύ λίγοι εθελοντές καθώς οι ζώνες που ελέγχονταν από τον Ελληνικό στρατό δεν ήταν επίσημα Ελληνικό έδαφος και δεν ήταν δυνατόν να γίνει επίσημη κανονική στρατολογία). Επίσης αποκρύπτεται το γεγονός ότι η "μικρασιατική άμυνα" είχε ξεκάθαρα πολιτικά βενιζελικά κίνητρα, διαπραγματεύθηκε μυστικά από την ελληνική κυβέρνηση με τους Άγγλους, αλλά σύμφωνα με τον Μάικλ Λιούιν Σμιθ "οι Βρετανοί δεν θεωρούσαν ότι υπήρχε στέρεα βάση στα λεγόμενα των αντιπροσώπων της οργάνωσης".

Τελειώνοντας θα ήθελα να εκφράσω έναν προβληματισμό που έχω για ένα υφέρπον μίσος που νιώθω να αναδύεται μέσα από τις σκέψεις πολλών απογόνων μικρασιατών και ποντιών κατά των προγόνων των συμπατριωτών τους της Παλαιάς Ελλάδας. Σίγουρα οι παλαιοελλαδίτες δεν φέρθηκαν με τον καλύτερο τρόπο (υπήρξαν αρκετά κρούσματα ρατσισμού) στους τότε πρόσφυγες που σε αθλία κατάσταση κατέκλυσαν τα προάστια των αστικών κέντρων και τις μακεδονικές πεδιάδες. Οφείλουμε όμως να υπενθυμίσουμε και τις θυσίες που αναγκάστηκαν να καταβάλλουν οι Έλληνες της Παλαιάς Ελλάδος για την υπόθεση της Μικράς Ασίας που ήταν τόσο υλικές (οι πρόσφυγες αποτέλεσαν μια μόνιμα ανοιχτή οικονομική πληγή για την Ελλάδα σε πολύ δύσκολες εποχές που τελικά την οδήγησαν στην πτώχευση το 1931) όσο και ανθρώπινες (χιλιάδες έλληνες προερχόμενοι από την Παλαιά Ελλάδα είτε τραυματίστηκαν είτε βρήκαν τον θάνατο στην Μικρά Ασία, ενώ η παρατεταμένη απουσία τους από τις οικογένειες τους τις εξάντλησε οικονομικά και τις οδήγησε στην φτώχεια και την ανέχεια). Είναι δύσκολο λοιπόν ένας απλός μέσος άνθρωπος να υποβάλλεται συνεχώς σε βαρύτατες θυσίες και να μην αντιδράσει, να μην στραφεί κατά αυτών που νομίζει ότι ευθύνονται για την δυστυχία του και την κακοδαιμονία του.

Καλό είναι λοιπόν να μην υποδαυλίζουμε τα πάθη αλλά να εξετάζουμε την θέση και τα προβλήματα όλων την εποχή εκείνη όσο πιό αντικειμενικά γίνεται. Επίσης καλό θα ήταν η Ιστορία μας να εξετάζεται με μια διάθεση για ενότητα και σύνθεση και όχι με διάθεση για φιλονικία και διάσπαση.

-----------------------------------------

Η παρωδία δίκης των έξι και η περίεργη περίπτωση του αντ/σχη Πτολεμαίου Σαρηγιάννη

Στις 6 Φεβρουαριου1921 έγινε στο Λονδίνο η πρώτη συνδιάσκεψη των Συμμάχων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) στην οποία συμμετείχε η Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον τότε πρωθυπουργό Καλογερόπουλο. Την Ελληνική στρατιά της Μ. Ασίας αντιπροσώπευε ο αντ/σχης Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ως ειδικός σύμβουλος σε στρατιωτικά θέματα που αφορούσαν το μέτωπο. Ο Σαρηγιάννης είχε κάνει λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό, ήταν απόφοιτος της σχολής Πολέμου της Γαλλίας, εθεωρείτο άριστος επιτελικός, είχε προαχθεί επ΄ανδραγαθία στην μάχη του Σκρα το 1917, ενώ ήταν υπαρχηγός του Γενικού επιτελείου στην Μικρά Ασία επί Βενιζέλου. Γενικά είχε ιδιαίτερη σύνδεση με τον επιτελάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο του οποίου ήταν προστατευόμενος, αλλά δεν αντικαταστάθηκε μετά την πολιτική μεταβολή του Νοεμβρίου, καθώς η Κυβέρνηση θεώρησε πως έπρεπε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος με την προηγούμενη ανώτατη διοίκηση που τα περισσότερα μέλη της είτε είχαν παραιτηθεί (Παρασκευόπουλος), είτε είχαν αυτομολήσει ενώπιον του εχθρού πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη (Κονδύλης, Ιωάννου, Ζαφειρίου κτλ) που βρισκόταν υπό διεθνή Αρμοστεία.
Ο Σαρηγιάννης στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε ως ο κύριος στρατιωτικός σύμβουλος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ερωτώμενος σχετικά με τις δυνατότητες του Ελληνικού 
Νικόλαος Καλογερόπουλος
στρατού, προσπάθησε να πείσει ότι ο Ελληνικός στρατός (80.000 άνδρες τότε) είχε τις δυνάμεις να συντρίψει τον Κεμάλ εντός τριών μηνών βαδίζοντας αν χρειαζόταν και πέραν της Άγκυρας. Ο Αρχιστράτηγος της Γαλλίας Foch νικητής του Α΄ παγκοσμίου πολέμου που παρευρισκόταν στις συσκέψεις δήλωσε πως χρειάζονταν 27 μεραρχίες για την επιχείρηση. Ο Σαρηγιάννης απτόητος βεβαίωνε τους Βρετανούς ιθύνοντες (ναύαρχος Κάρρ) πως ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος για προέλαση. Ο Δημήτριος Γούναρης που εν τω μεταξύ είχε επίσης έρθει στο Λονδίνο μετά από πρόσκληση της Συνδιάσκεψης, ακολούθησε τις συμβουλές του Σαρηγιάννη, θεωρώντας πως η επικείμενη στρατιωτική επιτυχία στο μέτωπο θα ενδυνάμωνε διπλωματικά την Ελλάδα. Να σημειωθεί πως ο διοικητής της στρατιάς της Μ. Ασίας υποστράτηγος Παπούλας μετέπειτα μάρτυρας κατηγορίας στην παρωδία δίκης των "εξ", δεν εκδήλωσε αντίθεση στην επιχείρηση. Αντίθεση εκδήλωσε ο υποστράτηγος Γουβέλης που παραιτήθηκε από το Γενικό Επιτελείο, αλλά και ο απόστρατος Βίκτωρ Δούσμανης. Αμφότεροι με εκθέσεις τους προς την Κυβέρνηση ζητούσαν την ενίσχυση του μετώπου με 50.000 άνδρες πριν την περαιτέρω προέλαση, καθώς ορθώς επεσήμαναν την ενδυνάμωση του εχθρού.

Οι συμβουλές και η επιμονή του Σαρηγιάννη και το διπλωματικό αδιέξοδο του Λονδίνου, παρέσυραν την Κυβέρνηση και οδήγησαν στην αποτυχημένη επίθεση του Μαρτίου του 1921, όπου ο Ελληνικός στρατός είχε απώλειες 5.000 νεκρούς αγνοούμενους και τραυματίες. Το ηθικό των Κεμαλιστών ανέβηκε χάρις την νίκη αυτή και εκατοντάδες Τούρκοι αξιωματικοί έσπευδαν να ενισχύσουν τον Κεμάλ, ενώ σπουδαίος ήταν και ο διεθνής αντίκτυπος της αποτυχίας. Μετά την αποτυχία αυτή η κυβέρνηση δεν αποστράτευσε αμέσως τον Σαρηγιάννη, αλλά ο ίδιος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην επίθεση προς την Κιουτάχεια και το Εσκή Σεχίρ, αλλά κυρίως και στην τελική μοιραία προέλαση προς την Άγκυρα. Στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας (μια από τις δραματικότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας), ο Σαρηγιάννης υποστήριξε με θέρμη την προέλαση προς την Άγκυρα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι ο Κεμάλ είχε ήδη συντριβεί και η νίκη ήταν εξασφαλισμένη.
Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αγορεύει στην "δίκη" των εξ
Ο Σαρηγιάννης αποστρατεύθηκε έξι μήνες (πολύ αργά πλέον) πριν την Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν την "δίκη" των "εξ" και ενώ η Ελλάδα "καιγόταν" από την Μικρασιατική Καταστροφή, τους πρόσφυγες και τον κοινωνικο-οικονομικό αναβρασμό, ο Σαρηγιάννης επανήλθε στο στράτευμα από τον Πάγκαλο και την "επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά" με προαγωγή για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ως τότε. Ο Πάγκαλος τον κάλεσε και ως μάρτυρα στην προανάκριση της δίκης, αλλά δυστυχώς δεν σώζεται η κατάθεση του καθώς τα αρχεία της προανάκρισης καταστράφηκαν με ύποπτο τρόπο από την "επαναστατική κυβέρνηση" Πλαστήρα λίγους μήνες μετά την εκτέλεση (δολοφονία) των "εξι". Περιέργως ο Σαρηγιάννης δεν συμμετείχε ως μάρτυρας στην "δίκη" (ούτε και ως κατηγορούμενος ως μάλλον θα όφειλε κατά την γνώμη μας). Η υπεράσπιση του Χατζηανέστη (σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής) ζήτησε με αίτημα της να εξεταστεί σε αντιπαράσταση με τον κατηγορούμενο, αλλά ο "πρόεδρος" της έδρας Οθωναίος καταπατώντας τους πλέον στοιχειώδεις νομικούς κανόνες, αρνήθηκε αναιτιολόγητα  να τον καλέσει ως μάρτυρα, αλλά ακόμη και να διαβάσει την κατάθεση του από την έδρα.

Το καλοκαίρι του 1925 ο Θεόδωρος Πάγκαλος αφού την προανήγγειλε από τις στήλες των εφημερίδων, επιβάλλει την δικτατορία του, με την συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης, γεγονός πρωτοφανές στην κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας. Η βασικότερη πρόθεση του Παγκάλου σύμφωνα με άρθρα και δηλώσεις του, ήταν η επανάληψη του πολέμου (revanche) με την Τουρκία. Ως αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού για τον επικείμενο πόλεμο που θα ξεκινούσε με επίθεση στον Έβρο, επέλεξε (ποιόν άλλον;) τον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη (μάλλον θα εκτίμησε τις επιδόσεις του στον Μικρασιατικό πόλεμο), στον οποίο ανέθεσε προσωπικά την ανασύνταξη του Ελληνικού στρατού και την προετοιμασία του για πόλεμο με την Τουρκία. Μετά την πτώση της Παγκαλικής δικτατορίας, ο Σαρηγιάννης αποστρατεύεται εκ νέου από την Οικουμενική κυβέρνηση Ζαίμη, ακολουθώντας την τύχη των υπολοίπων Παγκαλικών αξιωματικών. Στην Κατοχή συναντούμε τον στρατηγό πλέον Πτολεμαίο Σαρηγιάννη να διαπραγματεύεται σκληρά με το ΕΑΜ για αρχικά να αναλάβει την διοίκηση όλου του ΕΛΑΣ και λίγο μετά μια "μεραρχία" του ΕΛΑΣ. Τελικώς ορίστηκε υποδιοικητής του ΕΛΑΣ υπό τον Στέφανο Σαράφη (μην μείνει αναξιοποίητος τέτοιος "μέγας στρατάρχης") και μάλιστα στάλθηκε ως αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που προέκυψε από την Συνδιάσκεψη, συμμετείχε ως υφυπουργός στρατιωτικών και ήταν επίσης ένας από τους υπουργούς της αριστεράς που παραιτήθηκαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944, παραίτηση που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση και στα αιματηρά "Δεκεμβριανά" που αιματοκύλισαν την Αθήνα.

Συμπέρασμα

Η άποψη μας για την "δίκη" των "εξ" έχει εκφραστεί τεκμηριωμένα πολλές φορές στο παρελθόν με αρκετές δημοσιεύσεις. Η περίπτωση Σαρηγιάννη και η κραυγαλέα απουσία του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση για τον στημένο και προαποφασισμένο χαρακτήρα της "δίκης" που αποτέλεσε την πλήρη γελοιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, για την συντεχνιακή υπεράσπιση των πραξικοπηματιών στρατιωτικών (Πάγκαλος, Πλαστήρας, Γονατάς, Οθωναίος) υπέρ άλλων συναδέλφων τους (Σαρηγιάννης). Υπάρχουν επίσης και βάσιμες υποψίες ότι οι σχέσεις Παγκάλου - Σαρηγιάννη διατηρήθηκαν και μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ πολλοί συνδέουν τις σχέσεις αυτές με τις περίεργες εισηγήσεις του Σαρηγιάννη κατά το κρίσιμο πολεμικό έτος του 1921 (δεν υπάρχουν πάντως σοβαρά στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο).
Προφανώς δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Σαρηγιάννης εσκεμμένα συμβούλεψε εσφαλμένα για να οδηγήσει την Ελληνική στρατιά στην ήττα και στον όλεθρο. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδιανόητο για Έλληνα αξιωματικό του στρατού και ούτε εμείς υιοθετούμε μια τέτοια κατηγορίαΓια τους "έξ" αθώους που εκτελέστηκαν (δολοφονήθηκαν) υπήρχαν άραγε τέτοιες αποδείξεις;
Ι. Β. Δ.
-----------------------------------------------


Επιτέλους δικαίωση!! Μετά από 88 χρόνια ο Άρειος Πάγος αθωώνει τους έξι εκτελεσθέντες στο Γουδί!!

Σήμερα είναι μια λαμπρή ημέρα για την Ελληνική Δικαιοσύνη και για την Ελληνική κοινωνία γενικότερα. Μετά από 88 χρόνια από την παρωδία δίκης και την βάρβαρη εκτέλεση - δολοφονία των "εξι" από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς τους αντιπάλους, απεδόθη επιτέλους η Δικαιοσύνη και αποκαταστάθηκε η Αλήθεια. Παραθέτω το σχετικό δημοσίευμα που αφορά την σημερινή τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου που επιτέλους αποκαθιστά την μνήμη των αγρίως δολοφονηθέντων 6 πατριωτών. Για τις μικρόψυχες αντιδράσεις των προσφυγικών σωματείων έχουμε αναφερθεί ξανά στο παρελθόν και δεν θα ήθελα να επανέλθω. [...]

Ενα κεφάλαιο της Ιστορίας που ολοκληρώθηκε στις 15 Νοεµβρίου 1922 στο Γουδή, µε την εκτέλεση των Εξι, ως υπαιτίων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, διέγραψε οριστικά οΑρειος Πάγος. 
Εκρινε αθώους των κατηγοριών τούς άλλοτε πρωθυπουργούς της Ελλάδας Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, τους υπουργούς Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, καθώς και τον στρατηγό Γ. Χατζανέστη, 88 χρόνια µετά. Το Ζ Ποινικό Τµήµα του Αρείου Πάγου ειδικότερα, µε την υπ αριθµ. 1675/2010 απόφασή του, έκανε δεκτή κατά πλειοψηφία (3-2) την αίτηση του κ. Μιχ. Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού του τότε πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για εσχάτη προδοσία που οδήγησε τους Εξι στο εκτελεστικό απόσπασµα. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στην εν λόγω απόφαση αξιολογώντας ως βάσιµα τα στοιχεία που προσκόµισε στη Δικαιοσύνη ο κ. Πρωτοπαπαδάκης, τα οποία προέκυψαν µετά τη δίκη του 1922.Κατά την άποψη της µειοψηφίας ωστόσο, η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί καθώς δεν υπάρχουν ούτε τα πρακτικά της δίκης, ούτε πολύ περισσότερο µάρτυρες εν ζωή ώστε να καταστεί δυνατή η επανεξέταση της υπόθεσης.

Για τον παππού του 

Σε µια προσπάθεια αποκατάστασης της µνήµης του παππού του, ο κ. Πρωτοπαπαδάκης αιτήθηκε την επανάληψη της δίκης µε βάση τα νέα στοιχεία τα οποία, αν είχαν ληφθεί υπόψη του Εκτακτου Στρατοδικείου, θα είχαν συµβάλει από τότε στην αθώωση των κατηγορουµένων. Το Ποινικό Τµήµα του Αρείου Πάγου συµµερίστηκε τα επιχειρήµατά του και ακυρώνοντας την καταδικαστική απόφαση έκανε δεκτή την αίτηση αναψηλάφησης αλλά λόγω παραγραφής έπαψε τελικά την ποινική δίωξη, κλείνοντας το κεφάλαιο οριστικά. Παράλληλα οι αρεοπαγίτες απέβαλαν την παράσταση πολιτικής αγωγής που δήλωσε η Οµοσπονδία Προσφυγικών Σωµατείων Ελλάδος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Η Οµοσπονδία, διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Κων. Κατερινόπουλου, είχε επιχειρήσει να πείσει τους δικαστές για την ορθότητα της απόφασης του Εκτακτου Στρατοδικείου, υποστηρίζοντας ότι οι έξι τότε πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής της χώρας υπήρξαν υπαίτιοι του ξεριζωµού των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Τα προσφυγικά σωµατεία 

Τα 185 προσφυγικά σωµατεία Ελλάδος ζήτησαν ειδικότερα από τον Αρειο Πάγο να µην ακυρώσει την απόφαση του Εκτακτου Στρατοδικείου που επέβαλε την ποινή του θανάτου στους άλλοτε πρωθυπουργούς της Ελλάδας Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτο, στους υπουργούς Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, καθώς και στον στρατηγό Γ. Χατζανέστη για την ατιµωτική κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Σηµειώνεται ότι οι Εξι εκτελέστηκαν στις 15 Νοεµβρίου 1922 στο Γουδή, αµέσως µετά την ολοκλήρωση της δίκης που άρχισε στις 31 Οκτωβρίου 1922 και ολοκληρώθηκε µε συνοπτικές διαδικασίες  σε 14 συνεδριάσεις. Η αίτηση του κ. Πρωτοπαπαδάκη µε την επίκληση νέων στοιχείων απασχόλησε ιδιαίτερα τον Αρειο Πάγο καθώς αποτέλεσε αντικείµενο τριών διαδικασιών. Την πρώτη φορά, η αίτηση έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία από το Ζ Ποινικό Τµήµα του Αρείου Πάγου, αλλά λόγω της διαφοράς µόνο µίας ψήφου το Τµήµα παρέπεµψε την υπόθεση στην Ολοµέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Ολοµέλεια ωστόσο έκρινε ότι αυτή η µικρή διαφορά δεν συνιστά λόγο επανεξέτασης της αίτησης από το ανώτερο όργανο και ανέπεµψε την υπόθεση στο Ζ Τµήµα προκειµένου να κρίνει το ζήτηµα οριστικά και ουσιαστικά να αθωώσει µετά θάνατον τους Εξι, όπως και έγινε. 

Η αντίδραση των προσφυγικών σωματείων

Η ΔΗΛΩΣΗ παράστασης πολιτικής αγωγής εκ µέρους των 185 προσφυγικών σωµατείων όξυνε το κλίµα της τελευταίας διαδικασίας ενώπιον του Ποινικού Τµήµατος του Αρείου Πάγου, καθώς ο αντεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ν. Τσάγγας αρνήθηκε να κάνει δεκτή την πολιτική αγωγή επικαλούµενος δικονοµικούς λόγους. Με παρέµβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιω. Τέντε ωστόσο, τα προσφυγικά σωµατεία εκπροσωπήθηκαν. «Τα προσφυγικά σωµατεία άσκησαν πολιτική αγωγή για να υπερασπιστούν την ορθότητα της απόφασης Εκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς την ενοχή των Εξι και όχι ως προς την ποινή, διότι τους θεωρούν υπεύθυνους για τη διαχείριση της ήττας που είχε ως αποτέλεσµα τον οριστικό ξεριζωµό 2 εκατοµµυρίων Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, τον χαµό των περιουσιών τους και τη διακοπή της σχέσης τους µε τα πατρογονικά εδάφη», είχε υπογραµµίσει ο κ. Κατερινόπουλος στο πλαίσιο της διαδικασίας, τονίζοντας: «Τυχόν αθώωση των καταδικασθέντων συνιστά ευθεία προσβολή της συλλογικής µνήµης όλων των απογόνων των µικρασιατών προσφύγων και προσβάλλει βάναυσα την ιστορική τους µνήµη».

«Δεν ήταν προδότες» 

Ο κ. Ν. Βασιλάτος ωστόσο συνήγορος του κ. Πρωτοπαπαδάκη είχε ζητήσει να απορριφθεί η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, επικαλούµενος τις προηγούµενες αποφάσεις του Αρείου Πάγου µε τις οποίες είχε γίνει δεκτή η αίτηση και ουσιαστικά είχαν αθωωθεί µετά θάνατον οι 6 εκτελεσθέντες, χάρη στα νέα στοιχεία. Τα στοιχεία που επικαλέστηκε ο κ. Πρωτοπαπαδάκης αφορούν ένα τηλεγράφηµα του Ελ. Βενιζέλου, µε το οποίο ζητούσε να µη γίνει η εκτέλεση, καθώς και µια µεταγενέστερη οµιλία του στη Βουλή και µια επιστολή του, όπου υποστήριζε ότι οι καταδικασθέντες δεν ήταν προδότες. Στο ίδιο πνεύµα της ανάγκης αποκατάστασης της µνήµης των «έξι» υπήρξε και η εισήγηση του κ. Τσάγγα, ο οποίος πρότεινε στους δικαστές του Τµήµατος την ακύρωση της απόφασης του Στρατοδικείου ως εσφαλµένης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου