Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Λορέντζος Μαβίλης - Ποιήματα

Λορέντζος Μαβίλης - Ποιήματα

  • Πατρίδα
  • Στὴν Πατρίδα
  • Καλλιπάτειρα
  • Ἡ Ἐλιά
  • Λήθη
  • Φάληρο
  • Aνεμόμυλος
  • ΕΙΔΩΛΑ
  • ΠΟΙΗΣΙΣ
  • ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
  • Ανάξιο Α΄
  • Ανάξιο Β΄
  • Aφιέρωση
  • Καρδάκι
  • Excelsior!
  • Μούχρωμα
  • Αμίλητα
  • Ιάκωβος Πολυλάς
  • Χάρρις
  • Νίκος Κογεβίνας
  • Άλκης Παλαμάς
  • Angelica Farfalla
  • Κρήτη
  • Νίκη
  • Ψυχοφίλημα
  • Αργυρόκουπα
  • Άνθρωπος
  • Ομορφιά
  • Παλιοκαστρίτσα
  • Στη Δημοτική
  • Έρως και θάνατος
  • Εγκοίμηση
  • Υπεράνθρωπος

Πατρίδα


Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.


Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.


Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα


νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.


Στὴν Πατρίδα


Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!


Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.


Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.


Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.


Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.


Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.


Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.


Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.


Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.


Καλλιπάτειρα


«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·


νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.


Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·


μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»

Ἡ Ἐλιά

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.


Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.


Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες


ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.


Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.


Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.


Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

Στο Φάληρο

Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα· μόνη
ἐσὺ ἔλειπες. Ἀργὰ κινάω νὰ φύγω,
μὰ ξάφνου στὴ μπασιὰ τοῦ μπὰρ ξανοίγω
αὐτοκίνητο νὰ γοργοζυγώνει.


M᾿ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οἱ ἄλλοι. Ἄσειστος μπήγω
τὴ ματιά μου στὰ μάτια σου. Ἄλλο λίγο
ἀκόμα, καὶ ὁ σωφέρ σου μὲ σκοτώνει.


Ἀρχοντοπούλα μ᾿ ἄφταστα πρωτάτα,
μὲ τῶν Ἑφτὰ νησιῶν τὲς χίλιες χάρες,
τετράξανθη ὀμορφιὰ γαλανομάτα,


τοῦ θανάτου δὲ μ᾿ ἔπιασαν τρομάρες -
γλυκύτατες μ᾿ ἐλυώσανε λαχτάρες
νὰ συντριφτῶ κάτω ἀπὸ ἐσὲ στὴ στράτα.





Aνεμόμυλος

O κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
        Kεντισμένο με ρόδα και με βάγια,
        M' ήλιους και μ' άστρα, που το απλόν' η Maya
Aπάνου 'ς της Aλήθειας το σκοτάδι.―

Σ' αγαπούσαμε τόσο, έρμο ρημάδι,
        Γιατί 'ς τη μέση απ' της ζωής τα μάγια
        'Σ την ψυχή μας φανέρονες την άγια
Tου Θανάτου θωριά, τον κρύον Άδη,

Tο Tίποτε, κι' ανήξερα 'ς τα βάθια
    Tου είναι μας εξύπναες μια λαχτάρα
Nα γλυτώσουμε απ' όλα μας τα πάθια,

        Tην πικρή να ξορκίσουμε κατάρα
Tης ζωής, και να μπούμε μονομίας
'Σ τ' άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας.





 ΕΙΔΩΛΑ

'Aχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,
Της ζωής μου ακριβό, κρυφό καμάρι,
Από καθάριο βγαίνετε ζυμάρι
Κ' είσαστε γεννημένοι όχι όπως τύχει.

Δεν κελαηδάτε ανούσιοι κι άσκοποι ήχοι,
Σαν τραγούδια ελαφρόμυαλου ερωτιάρη,
Μα κι ούτε παραιράτε το συρτάρι
Να βρείτε αγοραστή τόσο τον πήχυ.

Γιατ' είσαστε ψυχούλες και κορμάκια
Των πόθων και των πόνων μου, που πλήθια
Πικρά μ' εσυχνοπότισαν φαρμάκια.

Είδωλά 'ναι οι χαρές, καημός η αλήθεια,
Και αλήθεια είν' η ζωή! Μα τι με μέλλει:
Θωρώ εσάς κι ο καημός γένεται μέλι.




ΠΟΙΗΣΙΣ

Στην μοναξιάν, όπου ψηλός κρημνός σηκώνει
Την κεφαλή του προς τα σύγνεφα και αφήνει
Τον καταρράκτη να βογγά και να φουσκώνει
Και τα μαρμάρινα τα στήθη του να πλύνει,

Εκεί που δάσος το λαγκάδι περιζώνει,
Ενώ μεσουρανείς φιλέρημη σελήνη
Ασημοϋφαντο λαμπρό μαγνάδι απλώνει
Εις την απέραντη του σύμπαντος γαλήνη,

Αυτού η καρδιά μ' απ' τη χαρά της ξεχειλίζει,
Όταν ακούω την αγάπη μου να ψάλλει
Των αθανάτων ποιητών τους θείους στίχους.

Τότε θαρρώ πως εμπροστά μου φτερουγίζει
Αιθέρια μούσα μ' όλα τ' ουρανού τα κάλλη,
Θαρρώ πως αγρικώ της λύρας της τους ήχους.




ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ

Δεν στέρνω εγώ σ' αγώνα τους φτωχούς
Τους στίχους μου, που δάφ[νες] δε γυρεύω.
Αγάπη μου, αφ' της γης τους θησαυρούς
Το γέλιο σου μονάχα εγώ ζηλεύω.

Και στους κρυφούς μου μέσα τους καημούς,
Που με μια τύχην άσπλαχνη παλεύω,
Τους ιλαρούς σου μόνον οφθαλμούς
Σαν δάση κ' ελπίδα μου αγναντεύω.

Και στο γλυκό τους φως αφ' την καρδιά μου
Σα λουλουδάκια ανθίζουνε μικρά
Για σένα μοναχά τα ποιήματά μου.

Αγάπη μου, ελπίδα μου, χαρά μου,
Μου τα βραβεύει κάθε σου ματιά,
Κι ας μη γνωρίσει ο κόσμος τ' όνομά μου.




Ανάξιο Α΄

Στο φως σου σταματώντας, μια γαλήνη
θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,
και της απελπισιάς τ΄ άυπνο καπλάνι
για λίγο τ΄ άγριο νύχι θ΄ απαλύνει.

Μα ο καημός της πατρίδας δε μ΄ αφήνει·
αλλοιώς ήθε σου πλέξω ένα στεφάνι
που άλλο όμοιο σαν κι αυτό να μην εφάνη·
τόσο ήθελε η θωριά σου τ΄ ομορφήνει.

Του νησιού μου τες μύριες ομορφάδες
σαν κι εμένα κανένας δεν εχάρη,
που όλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,

μα σ΄ εσέ σταματώ· γιατί έχει χάρη
κάλλιο παρ΄ άλλη γης η Κέρκυρά μου,
μα μες στην Κέρκυρά μου εσύ, κυρά μου.-

Από «Τα ΄Εργα», Αλεξάνδρεια 1915

Πηγή : Ανθολογία Ελλήνων Ποιητών
Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Παπαδημητρίου, Ιούνιος 1952, σ. 128.



Ανάξιο Β΄

Πόσες φορές με την ψυχή μου σ΄ είδα
ν΄ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολώνα
του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα
σα σε κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.

Και τώρα απ΄ τη μεγάλη Πυραμίδα
ανάερα πλες με αθανασίας κορώνα,
σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα
των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.

Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου, και ομπρός μου
θα λάμπουν τα δυο μάτια σου, θα λέω
πως βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,

πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο,
και ξεψυχώντας στο φως της ειδής σου
τη γλύκα θ΄ αγρικώ του παραδείσου.-

Από «Τα ΄Εργα», Αλεξάνδρεια 1915

Πηγή : Ανθολογία Ελλήνων Ποιητών
Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Παπαδημητρίου, Ιούνιος 1952, σ. 128-129.



Aφιέρωση

Πέτα, Αγάπη, στα ουράνια και χαιρέτα
τη μάννα μου και δείχ΄ της τα φτωχά μου
τούτα τραγούδια, κ΄ έπειτα εδώ χάμου
βλογημένα απ΄ αυτήν ξανάφερέ τα·

Μ΄ ένα χαμόγελό της χρύσωνέ τα,
και σαν πετράδια ατόφωτα, σαν άμμου
χρυσού κλωνιά, χαρές και βάσανά μου,
θα γυαλίσουν μες τ΄ άτεχνα σονέττα.

Σαν αλκυόνα, Αγάπη, με φτερούγες
απλωμένες διαβαίνεις ιριδένια
κατάστρωτες με φως ανάερες ρούγες.

Στης ζωής τ΄ άγριο πέλαο νεραϊδένια
χαρίζεις καλοσύνη, όθε φωλιάζεις
και μ΄ όνειρα ουρανού το ασπρογαλιάζεις.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Καρδάκι

Τ΄ άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου
ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάι
χορταριασμένα κοίτονται. Γελάει
γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.

Κια λέω που ακόμα απ΄ την κορφή του ωραίου
βουνού στ΄ άσπρα ντυμένη ροβολάει
η αρχαία ζωή κι αυτού φεγγοβολάει
λαμπρός ναός τεχνίτη Κερκυραίου.

Χρυσόνερο, σε βλέπω γιατί μ΄ έχει
μαγέψει το νερό στην κρύα βρύση,
που μέσαθε από τ΄ άγιο χώμα τρέχει.

Έτσι κάποιος θεός θα τόχει ορίσει.
Κι όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει
στα γονικά του πλια δε θα γυρίσει.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Excelsior!

Κρύο κρούσταλλο νερό τα ηλιοφρυμένα
χείλια θα ογράνει. Εβγενικιά ανθρωπότη
θα τους φιλέψει πλούσιο φαγοπότι.
Κορμιά από την πλήθια χάρη αλαφρημένα,

Αγάλματα θεών ζωντανεμένα
θ΄ αγναντέψουν στη Νίμπρο εκεί την πρώτη
της λεφτεριάς αστραφτερή λαμπρότη.
Τα στήθια θα χαρούν τα πονεμένα.

Και ανηφορούν οι βλάμηδες λεβέντες
στ΄ ατέλειωτο φαράγγι όλο χαλίκι
Μονοσκοίνι με γέλοια και κουβέντες.

Μα έχουν ποδάρια και καρδιές τσελίκι·
μα τους θεριέβει η ελπίδα του θανάτου
με τ΄ αγιασμένα δαφνοστέφανά του.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Μούχρωμα

Φυσάει τ΄ αεράκι μ΄ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλέβει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλέβει
Ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα,

Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντέβει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντέβει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης που αχνοσβυέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λυώνει.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Αμίλητα

Ποτάμι τρέχει η Αγάπη και όσο τρέχει
πληθαίνει και στ΄ ολόγλυκό της αίμα
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.

Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
απλώνεται γεμάτη δάκρυα κ΄ αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

Χρυσομάννα, εμαράθηκαν τα φύλλα
και χειμώνας πλακώνει· σε θωράω
κατάματα με τρόμου ανατριχίλα.

Και σέναν΄ αλαφιάζεται το πράο
άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα·
θα χαρούμε άλλην άνοιξη σαν πρώτα;.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Ιάκωβος Πολυλάς

Στην κορφή της ζωής, όπου ροδίζει
της Λεφτεριάς αμόλευτος αγέρας
και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας
η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει,

Άσκωσες διαμαντένιο μετερίζι
και στη μέση, ομορφιάς θάμα και τέρας,
Ναό της Μεγαλόψυχης Μητέρας
έστησες που σαν ήλιος πορφυρίζει.

Ποτέ στ΄ αραχνιασμένο βάραθρ΄, όπου
μες τη μούχλα και μες τη φαρμακίλα
οχιές κλωσσούν οι κάκητες τ΄ αθρώπου,

Ποτέ δεν εκατέβηκες· κ΄ εκύλα
η φωνή σου βροντή κ΄ έκαιε σα φλόγα
τους πονηρούς, ― μα τους καλούς ευλόγα.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Χάρρις

Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
σε φλόγισε πατώντας της Ηπείρου
το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
νάστραφτε από το – «εν τούτω νίκα» – ο αιθέρας,

Και σα λάμψη παρουσίας δευτέρας
μ΄ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
νάβλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
να γκρεμιστεί η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.

Και σε λόγου σου τότε έκαμες τάμα
να φτάσεις όπου μόνο αυτός ξαμώνει
πούναι ποιητής και μάρτυρας συνάμα.

Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη
σού ΄λειπε του θανάτου – κ΄ ένα βόλι
σ΄ έστειλ΄ ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Νίκος Κογεβίνας

Κι αν είναι άλλη ζωή, θάναι για σένα
ο αθέρας τουτηνής· βαθειά γαλήνη
σιωπής παντοτεινής θα μεγαλύνει
τα πλήθια μάγια, σμίγοντάς τα σ΄ ένα

θεράπιο θεϊκό· τη μια παρθένα
που εφίλησες κι ο πόθος σου την κρίνει,
τα πέντε σας παιδιά, που, γήινοι κρίνοι,
ανθούν κι αλλοιώς σου μοιάζει το καθένα

πεντάμορφο, και τ΄ άδολο της Γνώσης
ανάμα και τη φώτιση του ωραίου
κι όσο δάκρυα φτωχών έχει στεγνώσεις
και, με τη λάβρα τ΄ άξιου Κερκυραίου
για του νησιού σου την ευδαιμονία,
για το Γένος, την ένθεη μανία.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Άλκης Παλαμάς

Γιατί δεν τον φαντάζεσαι που ανέβη
να ψάλει σ΄ άλλη γη μ΄ αγγέλου λύρα
το τραγούδι, τρισεύγενή σου κλήρα,
που τ΄ άχτια κάθε ζήσης ειρηνεύει;

Σ΄ όλο τ΄άπειρο μ΄ άγιρα βασιλεύει
Μέδουσας κεφαλή πάνοπλη Μοίρα·
στης πίκρας την πεντάμορφη πλημμύρα
μόνη η ομορφιά για λίγο αντιπαλεύει.

Και – ω μυστήριο – καθώς διαβαίνει απ΄ άστρα
σ΄ άστρα φως, ζέστα, δύναμη μαγνήτη,
μες τη μενεξεδένια ουράνια πάστρα

με μάγια της ψυχής, σ΄ άλλον πλανήτη
να κατεβαίνει φεγγαροστάλαχτ΄ είδα
(γιατί τον κλαις;) σαν αρμονίας αχτίδα.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Angelica Farfalla

Στ΄ ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια
ακροπατώντας η ψυχή, σα νάχει
μισοαπλωμένα τα φτερά, μονάχη
κινάει να βρει στην άπειρη, γαλάζια

μονάξια, γιατρεμό για τα μαράζια
που τόσο την παθιάζουν, και σα λάχει
ν΄ αντικρύσει τ΄ ωριόπλουμο σελάχι
κι όλα τ΄ αστραφτερά χρυσά τσαπράζια

του Ήλιου, ορθοποδίζει ερωτεμένη
στης ασημοβολής το μονοπάτι,
που ίσια τη βγάνει στ΄ άσπιλα τεμένη

της ομορφιάς κ΄ εκεί, με την απάτη
πως θα πορεύεται αιώνια ιεροδούλα
στ΄ άγιο φως καίεται σαν πεταλουδούλα.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Κρήτη

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Νίκη

Εβρέθηκ΄ ένα ατίμητο βλησίδι!
Τώρα που οι αρχαίοι ξανάζησαν αγώνες,
που της Πατρίδας δίνουν ζωογόνες
φλόγες αντριάς, πολεμικής μισίδι.

Του Γένους μας παμπάλαιο στολίδι,
πώλαμψε στου Ηρακλή τους ελαιώνες
έπειτ΄ από εικοσιτρείς και πάλ΄ αιώνες
ξαναστράφτουν οι Ωδές του Βακχυλίδη.

Σ΄ εμάς τον στέρνει τώρα η Ελλάδα Μάννα
θρίαμβου αρραβώνα στη μεγάλη Πάλη,
και το Γένος μ΄ ελπίδας θρέφει μάνα

που σ΄ άγιο Αγώνα θα νικήσει πάλι.
Μάννα! Τους νέους σου ήρωες να εγκωμιάσει
γεννηθήτω ποιητής που να του μοιάσει!.-
  
Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Ψυχοφίλημα

Χρυσάρμενα ονείρατ΄ αργοπλένε
στο πέλαγο του πόθου οι φαντασίες
και κατακεί αρμενίζουν όπου επήες,
όπου τα δυο σου μάτια γελοκλαίνε,

όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε
κρίνε της ομορφιάς, κ΄ οι μελωδίες
των τραγουδιών σου σμίγουν τες μαγείες,
που μες τ΄ αγνά σου χείλια σιγοπνένε.

Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι αγάλλου!
Πέρασε η μαύρη νύχτα κ΄ η άγρια μπόρα.
Άνθι και συ μικρό μες του μεγάλο

Κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα.
Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει·
τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Αργυρόκουπα


Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
απ΄ άδολο κρασί που πορφυρίζει,
με κούνημα θερμό μ΄ αίστημα ακράτο
ένα φτωχό ποτήρι σ΄ αντικρύζει,

σε λαχταράει, σε γγίζει και τ΄ αφράτο
κρασί σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει,
και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο
γιατί το γγίξιμό σου το τσακίζει.

Μα συ στέκεις ατάραχτη και κρύα
αργυρόκουπα, πλούσια ιστορισμένη,
με την περήφανή σου θεωρία.

Είσαι να σ΄ αγαπούν συνηθισμένη·
στης ζωής την πικρή χαροκοπία
δε δείχνεις με τι σ΄ έχουν γεμισμένη.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Άνθρωπος

Σαν η ψυχή δόξας φορεί στεφάνια
και για πλούτο ή για δύναμη φουσκώνει,
ενάντιο λόγο ή νόημα δε σηκώνει·
Συχώριο δε γνωρίζει η περηφάνεια.

Μα από αψύτερη καίεται κακοφάνεια –
και υποψία προσβολής της φαρμακώνει –
καρδιά που αδικοσέρνεται στη σκόνη
και πικροπαραδέρνει στην ορφάνια.

Και τούτη συμπαθάει· τι, όσο τη σφάζει
πλιο αλύπητα ο καημός, τόσο κάθ΄ άλλη
έγνοια εγδικήτρα μέσα της λουφάζει

και χωνεύει σα σπίθα στην αθάλη :
Μόνη η Αγάπη, άγια λάμπα, από τη στάχτη
ξεσπά αγνάντια στην όχτρητα και στ΄ άχτι.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Ομορφιά

Σε σταυροδρόμια αγέλαστα, όπου σκλάβοι
της δουλειάς τυραγνιούνται στο λιοβόρι,
σαν κολασμένοι, εμπόροι και μαστόροι,
κι όλους, από το χτίστη ως το μανάβη,

Διάφορου δίψα μόνη τους ανάβει –
περνάς εσύ τόμου σκολάσεις κόρη,
σαν περιστέρι, και το αγνό σου θώρι
τέλεια κάθε άλλη επιθυμιά τους παύει.

Μακριά από τ΄ ανθισμένα περιβόλια
και αφώτιστοι απ΄ της τέχνης την αχτίδα,
όμως για σε ξεχνούν κάθ΄ έγνοια δόλια

και ειρηνεμένοι σαν από άγια ελπίδα
σε καμαρώνουν μουρμουρίζοντάς σου·
«Η Παναγία, πιτσούνι μου, κοντά σου!»

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Παλιοκαστρίτσα

Σαν πεθάνω εδώ θάρθω με τα μύρια
φαντάσματα άυπνα μέσα σε άυλα γνέφια,
ή σε ασημοβολής μαϊκά σεντέφια
τ΄ άγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια·

να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια,
των τελωνιών τα θεότρελλα κέφια.
Του Νεραϊδοχορού να ακούσω ντέφια
και Σέρηνων τραγούδια ή και μαρτύρια.

Και άμα στα αστέρινά τους χρυσαμάξια
οι αγγέλοι φύγουν και ο Ήλιος φέξει πίσω,
ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια

πουλί τ΄ άγριου γιαλού θα κελαηδίσω·
τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια
της λαλησιάς μου θα βαστάει το ίσο.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Στη Δημοτική

Είσ΄ έμορφη, σεμνή χωριατοπούλα
και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,
δροσερή και γελούμενη ροδίζεις
όπως στον ουρανό ροδίζ΄ η αυγούλα.

Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα
όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις.
Σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις,
και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.

Όλοι αντάμ΄ ας φιλούν οι άλλοι μία
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.

Εγώ σέν΄ αγαπώ, σέν΄ αγκαλιάζω.
Αν τη φωνή σου ακούσω αναγαλλιάζω,
λυώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Έρως και θάνατος

Με εκοίταξε ένα σούρουπο το Μάη,
το μοσκοβολισμένο Μάη το μήνα,
και η ματιά της για πάντα μού επρομήνα
ευτυχία, που το ουδέν δεν πεθυμάει.

Μα ο πόθος δε χορταίνει όσο κι α φάει,
μες την καρδιά μου μπήγεται σα σφήνα·
σα διψασμένη λυώνεται αλαφίνα
η ψυχή όση γλύκα κι α ρουφάει.

Μάγο, ανέσπερο φέγγος του θανάτου,
εσύ, ναι, με γλυκιά παρηγορία
πραΰνεις καθενός τα βάσανά του.

Μες απ΄ την αλαβάστρινην υδρία
ό,τι κι αν τάζεις δίνεις κιόλας, αφανίζεις
την πεθυμιά, τους ύπνους αιωνίζεις.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)




Εγκοίμηση

Άρρωστε, ιδές, λαμπρά σβύνεται η μέρα,
τριανταφυλλί προμήνυμα του Χάρου·
τέτοια ομορφάδα στα γεμάτα χάρου
που τύχη σού χαρίζει ανοιχτοχέρα

και στο ναό που άσπρος φαντάζει πέρα –
σα νάγιναν κολώνες του μαρμάρου
οι αρμονίες ενός ύμνου του Πινδάρου
πήζοντας ξάφνου μες τον άγιο αγέρα –

έμπα, κοίμου κι ο ύπνος θα σε γιάνει·
θα ονειρευτείς την ομορφιά την ίδια
που με τ΄ αρχαίο τραγούδι θα γλυκάνει

της καρδιάς σου τα θλίβερα ξεσκλίδια·
«Τον αγαπά ο Θεός πεθνήσκει νέος·
μην ξυπνάς. Είμαι ο Θάνατος ο ωραίος.»

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)



Υπεράνθρωπος

Του μυστήριου ανασήκωσε την πέτρα
και μη σκιαχτείς το δάγκωμα του αστρίτα.
Το τι ΄ναι η αλήθεια αδιάκοπα αναζήτα
και ιδές αν είναι, ως λεν, ψυχοπονέτρα.

Μία μία τες σαγιτιές του πόνου μέτρα
και άγρυπνος τες πληγές που ανοίγουν κοίτα
μηνύτρα φτάνει η καθεμιά σαγίτα
απ΄ της άσπλαχνης Μοίρας τη φαρέτρα.

Και α βρεις που ο Πόνος είναι η μόνη Αλήθεια,
τότες απ΄ τ΄ αντριωμένα σου τα στήθια
την ταπεινότη γδύσου της ορφάνιας.

Στης Ομορφιάς, στης Δύναμης τη γλύκα,
με αλαλητό χαράς και περηφάνειας
γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα.-

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913)
=====================================================

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου