ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, 330-1453 μ.Χ.
Δημώδη άσματα
-Ο χαιρετισμός των Πρασίνων και των Βένετων στην εμφάνιση του αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο, κατά τους εαρινούς αγώνες (δημώδες άσμα)
Πράσινοι: -Ἰδὲ τὸ ἔαρ τὸ καλὸν πάλιν ἐπανατέλλει,Βένετοι: - Φέρον ὑγείαν καὶ χαρὰν καὶ τὴν εὐημερίαν. |
Πάλι τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας. |
-Ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), παρόλο που ήταν από τους πιο πετυχημένους αυτοκράτορες, αντιμετώπισε τον χλευασμό του λαού τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Επειδή είχε πολλά παιδιά, ο λαός τού έλεγε το εξής άσμα:
Εὕρηκε τὴν δαμαλίδα ἁπαλὴν καὶ τρυφεράν, καὶ ὡς τὸ καινὸν ἀλεκτόριν οὕτω αὐτὴν πεπήδηκε, καὶ ἐποίησε παιδία, ὡς τὰ ξυλοκούκουδα· καὶ οὐδεὶς τολμᾷ λαλῆσαι, ἀλλ᾿ ὅλους ἐφίμωσεν. Ἅγιε μου, ἅγιε μου, φοβερὲ καὶ δυνατέ, δὸς αὐτῷ κατὰ κρανίον, ἵνα μὴ ὑπεραίρηται, κἀγὼ σοι τὸν βοῦν τὸν μέγαν προσαγάγω εἰς εὐχήν. |
Ἡ Ἀγαθὴ ἐγήρασεν, σύ δε ταύτην ἀνανέωσας. |
Ὁ μωρὸς ὁ Μονομάχος, εἴ τι ἐφρόνει ἐποίησε. |
Τὸ Σάββατον τῆς Τυρινῆς, χαρεῖς, Ἀλέξιε, ἐννόησές το, καὶ τὴν Δευτέραν τὸ πρωί, ὕπα καλῶς, γεράκι μου. |
Ἀπὸ τὴν Δρίστραν εἰς Γολόην, καλὸν ἀπλῆκτον, Κομνηνέ. |
-Σε μια μάχη στις 29 Απριλίου μεταξύ Ρωμηών υπό τον Αλέξιο Κομνηνό και Σκυθών, οι Σκύθες κατανικήθηκαν και εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά. Ο λαός μας σχολίασε το γεγονός με το δίστιχο αυτό:
Διὰ μίαν ἡμέραν Σκύθαι τὸν Μάιον οὐκ εἶδαν. |
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α´ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ
πρώτου αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204) μόλις έφτασε, μετά την Άλωση της Πόλης από τους Ευρωπαίους, στην Νίκαια· ο λόγος αυτός είναι η πρώτη εμφάνιση της λεγόμενης «Μεγάλης Ιδέας»Καὶ τῶν πατρίδων αὖθις λαβώμεθα ὧν ἁμαρτόντες ἀποστερήθημεν. αὗται δέ εἰσι τὸ ἀρχαῖον καὶ πρῶτον ἡμῶν ἐνδιαίτημα, ὁ παράδεισος καὶ ἡ πρὸς Ἑλλησπόντῳ πόλις τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τὸ εὔρριζον ἀγαλλίαμα πάσης τῆς γῆς, ἡ παρὰ πᾶσιν ἐθνέσι περιμάχητος τε καὶ περιώνυμος. καὶ γένοιτο, Χριστὲ βασιλεῦ. |
Ἄσμα τοῦ ΑΡΜΟΥΡΗ
ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΜΟΥΡΗ
1 5 10 15 20 25 30 35 40 45 50 55 59 59β 60 65 70 75 80 85 90 95 96β 100 105 110 115 120 125 130 135 140 145 150 155 160 165 170 175 180 185 190 195 200 | Σήμερον ἄλλος οὐρανός, σήμερον ἄλλη ἡμέρα, σήμερον τὰ ἀρχοντόπουλα θέλουν καβαλλικεύσει· μόνον τοῦ κὺρ Ἀρμούρη ὁ υἱὸς οὐδὲν καβαλλικεύει. Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει: «Μάννα, νὰ πιχαρῇς τ᾿ ἀδέλφια μου, νὰ ἰδῇς καὶ τὸν πατέρα μου, μάννα, ἂς καββαλικεύσω». Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα τοῦ Ἀρμούρην συντυχαίνει: «Ἐσὺ μικρὸς καὶ ἀνέλικον, καβάλλα δὲν σὲ πρέπει. Ἀμμὴ ἂν θέλῃς, υἱὲ καλέ, διὰ νὰ καβαλλικεύσῃς, ἀπάνω κρέμεται τὸ κοντάριν τοῦ πατρός σου, τὸ ἅρπαξεν ὁ κύρης σου ἐκ τὴν Βαβυλωνίαν, ἀπάνω κάτω ὁλόχρυσον διὰ λίθου μαργαριτάρι· καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς μιὰν φοράν, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς δύο, καὶ ἂν τὸ λυγίσῃς τρεῖς φορές, τότε νὰ καβαλλικεύσῃς». Καὶ τότε πάλε τὸ παιδίν, τὸ μικρὸν Ἀρμουροπούλιν, κλαίοντας ἀνεβαίνει τὴν σκάλαν, γελῶντας κατεβαίνει. Προτοῦ τὸ πιάσῃ ἐπιάνετον, προτοῦ τὸ σείσῃ ἐσειέτον, εἰς τὸν βραχίονα του τό ῾δεσεν, ἐσείστη, ἐλυγίστη. Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν εἰς τὴν μάνναν του ὑπαγαίνει. «Θέλεις, θέλεις, μάννα μου, ὀμπρός σου νὰ τὸ τσακίσω;» Καὶ τότε πάλιν ἡ μάννα του τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἄμετε, ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, καὶ στρώσετε τὸν μαῦρον· στρώσετε, χαλινώσετε, τὸν μαῦρον τοῦ πατρός του, ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, σιμὰ εἰς νερὸν οὐδὲν ἐπῆε, ὁποὺ ἔχει χρόνους δώδεκα, οὐδὲν καβαλλικεύθη, καὶ τρώγει τὸ καρφοπέταλον, στέκει παλουκουμένον». Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ στρώνουν του τὸν μαῦρον, ἔδωκεν εἰς τοὺς βραχίονες του καὶ εὑρέθη καβαλλάρης. Ὥστε νὰ εἰπῇ «ἔχετε ὑγείαν», ἐδιέβη τριάντα μίλια, ὥστε νὰ τὸν ἐπιλογηθοῦν, ἐδιέβη ἑξῆντα πέντε. Ἐκεῖ ἐδιὲ καὶ ἀνεβοκατέβαινε ἀντίπερα τὸν Ἀφράτην, ἀνέβη καὶ ἐκατέβη τον, καὶ πόρον οὐδὲν εὑρίσκει. Σαρακηνὸς ἐστέκετον, στέκει, ἀναγελᾷ τον: «Σαρακηνοὶ ἔχουσιν φαρία, ὁποὺ διώχνουν τοὺς ἀέρες, τὴν φάσαν καὶ τὴν πέρδικα ἀπὸ πτεροῦ τὴν παίρνουν, καὶ τὸν λαγὸν εἰς τὸν ἀνήφορον ἀπὸ δρομοῦ τὸν σώνουν, κρατοῦν καὶ κολακεύουν τα καὶ ἐλεύθερα τὰ ἀφίνουν, καὶ πάλε δὲ ὅταν τοὺς φανῇ, τρέχουσιν, πιάνουσίν τα, καὶ τὸν Ἀφράτην ποταμὸν οὐκ ἠμποροῦν περᾶσαι, καὶ ἐσὺ μὲ τὸ παρίππιν σου θέλεις νὰ τὸν περάσῃς;» Τὸ νὰ τ᾿ ἀκούσῃ ὁ νεώτερος πολλὴν μανίαν ἐπῆρεν· πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, διὰ νὰ περάσῃ πέρα. Ἦταν ὁ Ἀφράτης δυνατός, ἦτον καὶ βουρκωμένος, εἶχεν καὶ κύματα βαθέα, ἦτον καὶ ἀποχυμένος, πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κρούει τον καὶ ὑπάγει, στριγγιὰν φωνὴν ἀνέσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον: «Εὐχαριστῶ σε, Θεὲ καλέ, καὶ μυριοευχαριστῶ σε, ἐσὺ μὲ ἐδῶκες τὴν ἀνδρείαν καὶ μὲ τὴν παίρνεις τώρα». Τοῦ ἦλθε φωνὴ ἀγγελικὴ ἐξ οὐρανοῦ ἀπάνω: «Καὶ μπῆξε τὸ κοντάρι σου εἰς τὴν φοινικέαν τὴν ρίζαν, καὶ μπῆξε καὶ τὰ ροῦχα σου ὀμπρὸς εἰς τὸ μπροστοκούρβιν, κέντεσε καὶ τὸν μαῦρον σου καὶ νὰ περάσῃς πέρα». Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του κ᾿ ἐπέρασέ τον πέρα. Ν᾿ ἀφήσῃ καν τὰ ροῦχα του ὁ νέος νὰ στεγνώσουν, πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, εἰς τὸν Σαρακηνὸν ὑπάγει, καὶ σφόνδυλον τὸν ἔδωσε καὶ ἐξεσαγόνιασέ τον: «Εἰπέ, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;» Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τοῦ Ἀρμούρη συντυχαίνει: «Θεέ μου, σαλὰ ρωτήματα, τὰ ἔχουν οἱ ἀνδρειωμένοι, πρῶτα νὰ κροῦν τὲς σφονδυλεὲς καὶ τότε νὰ ρωτοῦσιν. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα, ἐψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες, ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι, ἔναι καὶ ἄνδρες δυνατοὶ οὐδὲ χιλίους φοβοῦνται, οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντήσουν». Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἄνω εἰς βουνὶν ἀνέβη, φουσσᾶτον εἶδεν κ᾿ ἐγνώμιασεν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχει. Καὶ τότε πάλε τὸ παιδὶν ανογᾶται, λέγει: «Ἂν τοὺς πηδήσω ἀρμάτωτους, πάντα καυχᾶσθαι θέλουν, ὅτι τοὺς ηὗρα ἀρμάτωτους καὶ ἐπῆρα τους τὴ πρόβαν». Στριγγιὰν φωνὴν ἐλάλησεν, ὅσον καὶ ἂν ἐδύνετον: «Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλιὰ μαγαρισμένα, λουρικωθῆτε γλήγορα, εἰς ἀπιστίαν μὴ τό ῾χετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρεύστης, ὁ ἀνδρειωμένος» Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα, ὅσ᾿ ἄστρη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη, οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους. Ἔστρωσαν καὶ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν. Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη. Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπὸ ἀργυρὸν φηκάριν, εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ δέχθη. Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του, ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει: «Ἀπὸ τὸ γένος διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω». Καὶ συγκροτάει πόλεμου κοντά, ἀνδρειωμένα, τὲς ἄκρες, ἄκρες ἔκοπτε, ἡ μέση ἐδαπανᾶτον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάννα, ὅλη μέρα τοὺς ἔκοπτε τὴν ἀνωποταμία, καὶ ὅλη νύκτα τοὺς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν. Ἔθεσε καὶ ἀποθέσεν τους, κανέναν δὲν ἀφῆκε. Ἀπέζεψε ὁ νεώτερος νὰ τὸν βαρήσῃ ὁ ἀέρας, καὶ ἕνα Σαρακηνὸ σκυλίν, σκυλὶν μαγαρισμένον, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλεν καὶ ἐπῆρε του τὸν μαῦρον, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλε καὶ ἐπῆρε τὸ ραβδίν του. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον γλυκύν, μὰ τὴν γλυκείαν του μάννα, σαράντα μίλια τὸν ἐδίωχνε πεζὸς μὲ τὰ γονάτια, καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιμ, ἐκεῖ τὸν ἐκατέφθασε εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν, καὶ ἐβγαίνει τὸ σπαθίτσι του καὶ παίρνει του τὸ χέριν: «Ἄμε καὶ σύ, Σαρακηνέ, νὰ πῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτο». Ὁ κύρης του ἔξω κάθητο εἰς τῆς φυλακῆς τὴν πόρταν, τὸν μαῦρον του ἀνεγνώρισεν καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ του, τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρεῖ καὶ πὰ νὰ βγῇ ἡ ψυχή του. Βαρέα βαρέα ἀναστέναξεν καὶ ἐσείστη ὁ πύργος ὅλος. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντες ἐλάλει: «Ἄμετ᾿ ἰδέτε, οἱ ἄρχοντες, τί ἔχει καὶ ἀναστενάζει; Ἂν ἔν τὸ γιόμα του κακόν, νὰ φάγῃ ἐκ τὸ δικό μου, εἴτ ἔναι τὸ οἰνάριν του, νὰ πίῃ ἐκ τὸ δικό μου, εἴτε βρωμᾷ ἡ φυλακή, νὰ τὴν μοσχοκαπνίσουν, εἴτ᾿ εἶναι βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν». Καὶ τότε πάλε ὁ Ἀρμούρης τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Οὐδ᾿ ἔν τὸ γιόμα μου κακόν, νὰ φάγω ἐκ τὸ δικόν του, οὐδὲ τὸ οἰνάριν μου κακόν, νὰ πίω ἐκ τὸ δικόν του, οὐδ᾿ ἔν βαρέα τὰ σίδερα, νὰ τὰ λαφροκοπήσουν. Τὸν μαῦρον ἀνεγνώρισα καὶ τὸ ραβδὶν τοῦ υἱοῦ μου, τὸν καβαλλάρην οὐδὲν θωρῶ καὶ ὑπὰ νὰ ἐβγῇ ἡ ψυχή μου». Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Καρτέρεσε, Ἀρμούρη μου, καρτέρεσε ὀλίγον, νὰ δώσουν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα, νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνιὰ καὶ ὅλη ἡ Καππαδοκία, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἔνι ὁ υἱόκας σου πιστάγκωνα καὶ ἐξάγκωνα ὀμπρός σου νὰ τὸν φέρουν. Ἀνέμενε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον». Καὶ ἔδωσαν τὰ ὄργανα βαρέα, τὰ βούκινα μεγάλα, νὰ μαζωχθῇ ἡ Βαβυλωνία καὶ ἡ Καππαδοκία· τινὰς οὐκ ἠμαζώνετον, μόνον ὁ κουτζοχέρης. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τοῦ κουτζοχέρη ἐλάλει: «Εἰπές, μωρὲ Σαρακηνέ, ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα;» Καὶ τότε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἀμιρᾶν ἐλάλει: «Ἀνέμενε, ὁ αὐθέντης μου, ἀνέμενε ἄλλον ὀλίγον, νὰ φέρουν φῶς τὰ ὀμμάτια μου καὶ τῆς ψυχῆς μου ἀέρα, νὰ μαχθῇ τὸ αἷμα μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν, καὶ τότε νὰ σ᾿ ἀφηγηθῶ τὸ ποῦ ἔναι τὰ φουσσᾶτα. Μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἄρχοντες, ἄστοχα σᾶς τὸ λέγω. Ὀψὲς ἐξεδιαλέχθημεν κἂν ἑκατὸν χιλιάδες, ὅλοι καλοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ πρασινοσκουταρᾶτοι, ἦσαν καὶ τέτοιοι ἀπὸ ἐκείνους, χιλίους οὐδὲν ἐφοβοῦνταν, οὐδὲ χιλίους, οὐδὲ μυρίους, οὐδὲ ὅσοι τοὺς ἀπαντοῦσαν. Μικρὸν παιδὶν ἐφάνηκεν ἀπάνω εἰς ἄγριον ὄρος, στριγγίαν φωνὶτζαν ἔσυρεν, ὅσην καὶ ἂν ἐδυνέτον: «Σαρακηνοί, ἀρματώνεσθε, σκυλία, λουρικωθῆτε, εἰς ἀπιστίαν μὴ τὸ ἔχετε ὅτι ἀπέρασεν ὁ Ἀρμούρης, ὁ Ἀρμουρόπουλος, τοῦ Ἀρμούρη ὁ υἱός, ὁ ἀρέστης, ὁ ἀνδρειωμένος». Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, ὅσα ἄστρα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ φύλλα εἰς τὰ δένδρη, οὕτως ἐκαταπέσασιν οἱ σέλλες εἰς τοὺς μαύρους. Ἔστρωσαν κ᾿ ἐχαλίνωσαν, πηδοῦν, καβαλλικεύουν. Καὶ τότε πάλι τὸ παιδὶν καὶ αὐτὸ καλοταρίστη. Ὡραῖον σπαθίτζιν ἔσυρε ἀπ᾿ ἀργυρὸν φηκάριν, εἰς τὸν οὐρανὸν τ᾿ ἀπέταξεν, εἰς τὸ χέριν του τὸ ἐδέχθη. Πτερνιστηρέαν τὸν μαῦρον του ἐκεῖ κοντὰ ζυγώνει: «Ἀπὸ τὸ γένος του διαβῶ, ἂν σᾶς ἀλησμονήσω.» Τὲς ἄκρες ἄκρες ἔκοπτεν καὶ ἡ μέση ἐδαπανᾶτον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, ὅλη μέρα μᾶς ἔκοπτεν τὴν ἀνωποταμίαν, καὶ ὅλη νύκτα μᾶς ἔκοπτε τὴν κατωποταμίαν. Ἔθεσε καὶ ἀπόθεσεν μας, κανέναν οὐδὲν ἀφίνει. Καὶ ἐπέζευσεν ὁ νεώτερος διὰ νὰ τὸν δώσῃ ὁ ἀέρας, καὶ ἐγὼ ὡς καλὸς καὶ φρόνιμος ἐγκρύμματα τὸν βάνω, ἐγκρύμματα τὸν ἔβαλα καὶ ἐπῆρα του τὸν μαῦρον. Μὰ τὸν κὺρ ἥλιον τὸν γλυκύν, μὰ τὴν γλυκεῖαν του μάνναν, σαράντα μίλια μὲ ἐδίωχνεν πεζὸς μὲ τὰ γονάτια, καὶ ἄλλα σαράντα τέσσαρα πεζὸς μὲ τὸ λουρίκιν. Ἐδῶ κοντὰ μὲ ἔφθασεν εἰς τῆς Συρίας τὴν πόρταν, καὶ σύρνει τὸ σπαθίτσιν του καὶ παίρνει μου τὸ χέριν: «Ἄμε καὶ ἐσύ, Σαρακηνέ, νὰ εἰπῇς κ᾿ ἐσὺ μαντᾶτον». Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Καλὰ εἶναι αὐτά, ὁ Ἀρμούρης μου, τὰ κάμνει ὁ υἱός σου;» Καὶ τότε πάλιν ὁ Ἀρμούρης μου ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει, μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τ᾿ ὡραῖον χιλιδονάκι: «Εἰπὲ τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον, ὅπου εὕρῃ Σαρακηνὸν νὰ τὸν ἐλεημονᾶται, μὴ λάχῃ εἰς τὰς χεῖρας τους καὶ ἐλεημοσύν᾿ οὐκ ἔχει». Καὶ τότε πάλιν τὸ παιδὶν ὡραῖον χαρτίτζιν γράφει, μὲ τὸ πουλὶν τὸ ἔστειλεν, τὸ ὡραῖον χιλιδονάκιν: «Εἰπέτε τὸν αὐθέντη μου καὶ τὸν γλυκύν μου κύρην, ἕως οὗ βλέπω τὰ ὁσπίτια μου διπλομανταλωμένα, ἕως οὗ βλέπω τὴν μάνναν μου τὰ μαῦρα φορεσμένην, καὶ ἐβλέπω καὶ τὰ ἀδέλφια μου τὰ μαῦρα φορεμένα, ὅπου καὶ ἂν εὕρω Σαρακηνὸν τὸ αἷμα του νὰ πίνω. Καὶ ἂν μὲ παραμανιώσουσιν, εἰς τὴν Συρίαν νὰ πέσω, τὰ στενορύμια τῆς Συρίας κεφάλια νὰ γεμίσω, τὰ ξηρορυάκια τῆς Συρίας αἷμα νὰ τὰ γεμίσω». Τὸ νὰ τὰ ἀκούσῃ ὁ ἀμιρᾶς, πολλὰ τὸν ἐφοβήθη. Καὶ τότε πάλε ὁ ἀμιρᾶς τοὺς ἄρχοντας ἐλάλει: «Ἀμέτε, ἀμέτε, οἱ ἄρχοντες, ἐβγάλετε τὸν Ἀρμούρην, καὶ ἀμέτε τον εἰς τὸ λουτρόν, διὰ νὰ λουστῇ ν᾿ ἀλλάξῃ, εἰς τὸ γιόμαν μου τὸν φέρετε, νὰ φάγῃ μετ᾿ ἐμένα». Ἐδιέβησαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐβγάνουν τὸν Ἀρμούρην, ἐβγάνουν τονἐκ τὰ σίδερα καὶ ἐκ τὰ βαρέα χερόψια, εἰς τὸ λουτρὸν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐλούστη καὶ ἀλλάσσει, εἰς τὸν ἀμιρᾶν ἐδιάβησαν κ᾿ ἐγεύθη μετ᾿ ἐκεῖνον. Καὶ τότε πάλιν ὁ ἀμιρᾶς τὸν Ἀρμούρην ἐλάλει: «Ἄμε, ἄμε, ὁ Ἀρμούρης μου, ἄμε εἰς τὰ γονικά σου, καὶ παίδευε καὶ τὸ παιδίν, γαμπρὸν τὸν θέλω πάρει, οὐδὲ εἰς τὴν ἀνεψίαν μου, οὐδὲ εἰς τὴν ἐξαδέλφην, μόνον εἰς τὴν θυγατέρα μου, τὴν ἔχω φῶς καὶ μάτια. Καὶ παίδευέ το τὸ παιδίν ὅπου καὶ ἂν εὕρῃ Σαρακηνόν, νὰ τὸν ἐλεημονᾶται, καὶ ἂν λάχῃ κέρδος τίποτες, ἀντάμα νὰ τὸ μοιράζουν, καὶ νά ῾ναι ἀγαπημένοι». |
======================================================
Πτωχοδρομικά και λόγια ανώνυμα ποιήματα
Από το ποίημα Αχιλληΐς
Στ. 865-879 Γραφὴν σὲ γράφω ἐρωτικήν, γραφὴν ὡς ἀπὸ πόθου· ἅπλωσε, πιάσε, ἀνάγνωσε, μὴ τὴν περιφρονήσῃς. Γνώρισε, κόρη ὀρωτική, μυριοχαριτωμένη· ἐμέν, τὸν οὐκ ἐτρώσασιν κοντάρια ἢ σπαθία, τὸ βλέμμα σου μὲ ἐφλόγισεν καὶ ἐκατεδούλωσέ με, τὰ ὀμμάτια σου τὰ ὀρωτικὰ ἐπήρασι τὸν νοῦν μου, καὶ δοῦλο μὲ κατέστησαν, δοῦλον δεδουλωμένον. Παρακαλῶ σε, ὀρωτική, ἐξαίρετη κουρτέσα, τὸν Ἔρωτα νὰ δέξεσαι μεσίτην τῆς ἀγάπης· ποσῶς μὴν ἀλαζονευτῇς καὶ θέλεις με φονεύσειν, ἀλλὰ συγκλίθητι μικρόν, πόνεσε πόθου πόνον καὶ τὴν καρδιά μου δρόσισον· πολλά ῾ναι φλογισμένη. Εἰ δὲ πολλάκις ἄκλιτος τοὺς ἔρωτας μὴ θέλῃς ἐγὼ νὰ σύρω τὸ σπαθὶν νὰ σφάξω τὸ κορμίν μου, καὶ πίστευσέ με, αὐθέντριά μου, θέλουν σέ κατακρίνει.Στ. 956 Ἐσύ ῾σαι φῶς τῶν ὁμματιῶν, ζωή μου καὶ ψυχή μου, καρδιᾶς, ψυχῆς μου σύσπασις, τοῦ νοῦ μου ἡ ἀγάπη. Στ. 1223 Μετὰ τὸ φέγγος ἔρχομαι, κόρη, εἰς τὸ περιβόλιν. εὐγενική μου καὶ ξανθὴ ἐξύπνησε, ἂν κοιμᾶσαι· ἐξύπνησε, κυράτσα μου, ψυχή μου μὴν κοιμᾶσαι. Τὸν ἐνθυμᾶσαι· ἔρχεται πρόθυμα εἰς ἐσένα. Στ. 1540 ἂν σχίσουν τὴν καρδίτσα μου ἔσωθεν νά σε εὕρουν νά σ᾿ εὕρουν ριζοφύτευτον, στρατιῶτά μου ἀνδρειωμένε αἱ ρίζαι σου ἐκράτησαν πᾶσάν μου ἁρμονίαν καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ κορμὶν ἔναι τοῦ ὁρισμοῦ σου. |
Από το Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, στιχ. 768-791
ΜΕΤΑ ΓΟΥΝ ΑΛΛΑ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΟΧΑΡΙΤΩΝ, ΟΣΑ ΜΑΝΘΑΝΕΙ ΦΥΣΙΚΩΣ ΕΡΩΤΙΚΗ ΚΑΡΔΙΑ, ΕΣΕΒΗΣΑΝ ΕΙΣ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟΝ, ΕΛΟΥΣΘΗΣΑΝ ΕΚΕΙΝΟΙ. ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΤΡΟΥ ΤΑΣ ΗΔΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΝ ΤΟΥΤΩι ΧΑΡΕΙΣ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΝΗ ΔΥΝΕΤΑΙ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΛΕΓΕΙΝ· ΧΕΙΡ Δ᾿ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΙ ΘΝΗΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ ΕΝ ΤΑΥΤΗι ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΝ ΗΔΟΝΑΣ ΤΟΣΑΥΤΑΣ ΟΥΚ ΙΣΧΥΣΕΙ, ΟΠΩΣ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΑΣ ΠΛΗΓΑΣ ΕΜΑΛΑΣΣΕΝ ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΡΟΣΙΣΜΟΝ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ ΕΚ ΤΩΝ ΜΩΛΩΠΩΝ ΕΙΧΕΝ ΚΑΙ ΓΛΥΚΑΣΜΟΝ ΚΑΙ ΔΡΟΣΙΣΜΟΝ ΕΚ ΦΙΛΗΜΑΤΩΝ ΕΙΧΕΝ ΚΑΙ ΚΟΡΟΝ ΟΥΚ ΕΛΑΜΒΑΝΕ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ. ΕΒΛΕΠΕ· ΒΛΕΠΩΝ ΗΔΟΝΗΣ ΦΥΛΛΟΝ ΓΛΥΚΥΝ ΕΤΡΥΓΑ, ΕΙΠΑ ΤΙ ΚΑΙ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΓΛΥΚΥΤΕΡΩΝ. ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΕΣ ΕΔΟΥΛΕΥΣΑΝ ΤΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΟΥΣΘΗΣΑΝ ΕΚΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΤΕ· ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΡΩΤΟΧΑΡΙΤΑΣ ΑΠΑΣ ΕΞΑΘΑΜΒΗΘΗ. ΤΙΣ ΓΟΥΝ ΚΑΙ ΠΟΤΑΠΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΝ ΧΑΡΙΝ ΕΙΠΗ; ΟΥΔΕΙΣ ΤΟΣΑΥΤΑΣ ΧΑΡΙΤΑΣ ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΕΙ ΛΕΓΩΝ. |
Από την Διήγησιν πολυπαθούς Απολλωνίου του Τύρου, στ. 307
ἐσέναν θέλω, κύριε μου, ἐσέναν θέλω ἄνδρα ἐσέν᾿ θέλ᾿ ἡ καρδιά μου καὶ σύ ῾σ᾿ ὁ ποθητός μου. Οὐκ ἔχει μέρος μετ᾿ ἐμοῦ ἄλλος τινὰς εἰς τὸν κόσμον. |
Από την Διήγηση του Διγενή, στ. 1969
Πέρδικα σ᾿ ἔχω ὁλόχρυση, τρυγόνα μου ζευγάρι καὶ ἀηδόνα μουσικὴ εἰς τὸ χρυσόν κλουβίον· περιστέρα μου πάνλευκη καὶ μῆλον μυρωδάτον· τριανταφυλλιά μου κόκκινη, βασιλικὸς μὲ τ᾿ ἄνθη καὶ κυπαρίσσι μου λυγνόν, αὐγερινὲ ποὺ λάμπεις. |
Από την Αλφάβητον της αγάπης, 28
Ζηλεύουν τὴν ἀγάπην μας οἱ καλοθελητάδες καὶ βάλλουν λόγια μέσα μας, θέλουν νὰ μᾶς χωρίσουν· ἐμένα νὰ χωρίσουσιν καὶ σὲ νὰ δώσουν ἄλλον |
Από την Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησιν ωραία,
όπου βλέποντας η αλεπού κι ο λύκος έναν γάιδαρο, τον οποίο είχε αφήσει λίγο να ξεκουραστεί το αφεντικό του, μόνο του, τον αναγκάζουν να μπη μαζί τους σε μια βάρκα, δήθεν για να ταξιδέψουν στην Ανατολή. Ο γάιδαρος αρχικά τούς λέει ότι τους σκύλους του αφεντικού του «οι λύκοι κι όλα τα θεριά τρέμουσι σαν το ψάρι». Η αλεπού του απαντά μεταξύ άλλων (στ. 99-112):μηδὲν ξυλοσοφᾷς πολλὰ ὅτι χωριάτης εἶσαι, στέκου αὐτοῦ καὶ σώπαινε ὡσὰν χοντρὸς ὁπού ῾σαι. μηδὲν θαῤῥῇς, κὺρ γάδαρε, ὅτι εἴμεστεν ἐργάταις, ἀπὸ κεινοὺς τοὺς ἄγροικους καὶ τοὺς κακοὺς χωριάταις. ἐγῷμαι ἀστρονόμισσα, ἐγῷμαι καὶ μαθεῦτρα. ἐγῷμαι διδασκάλισσα τοῦ λόγου καὶ τοῦ μύθου, κι αὐτὸν τὸν νομοκάνονα ἠξεύρω τον ἐκ στήθου. καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ ὀμπρὸς ῾σ τὸ πρόσωπόν μας, ποὺ θέλομε νὰ σ᾿ ἔχωμεν ἐδῶ γιὰ ῾πίτροπόν μας. μὰ τὴν ἀλήθεια, πρέπει σου νὰ παιδευθῇς μεγάλως, γιατί δὲν ἔχεις σύστασιν ἀπάνω σου οὐδὲ κάλλος. ἀλλ᾿ ἐπειδ᾿ εἶσ᾿ ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶμμα, τὸ πῶς δὲν ἔχεις φρόνεσιν οὐδὲ κατέχεις γράμμα. |
καὶ χήρα μιὰ κακότυχη καλὰ οὐδὲν ἐθώρειε, νὰ γνέθῃ δὲν ἐδύνετο, νὰ κάτσῃ δὲν ἠμπόρειε, καὶ σπίτι δὲν ἐπόταζεν, ἀμμ᾿ εἶχε μιὰν μπαράκα, εἶχε ὄρνιθα παχειὰ, τὴν ἔλεγε Καβάκα. αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ παρὰ τὴν φύσι, νὰ παραβγῇ τὴν πόρταν της δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφήσει. τὴν γρᾶν ἐπιβουλεύουμουν καὶ θώρουν την σὰν Χάρο. ῾ς τὸν νοῦν μου μέσα λόγιασα τὴν ὄρνιθα νὰ πάρω. βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα καὶ ἦτον γραῖα, κ᾿ εἶχε τὴν τρίχα κόκκινην καὶ τὴν οὐρὰ μακρέα. ἡ γραῖα τοὖχεν ὄνομα Περδίτζη νὰ τὸν κράζῃ, εἰς τὸ μαλλὶ, εἰς τὴν οὐρὰν, ὅλως ἐμὲν ὁμοιάζει. ἀγάπα καὶ τὴν ὄρνιθα, ἀγάπα τὸν Περδίτζη, κι ὡσὰν παιδιά της τἄβλεπε, ἀγώρι καὶ κορίτσι. κ᾿ ἕνα βραδὺ στοχάζομαι πῶς ἔλειπεν ὁ γάτης. κι ἀντὶς τὸν γάτον πῆγα ῾γὼ καὶ κάθισα κοντά της. Καὶ βλέπει με ἡ κακογρᾶ, θαῤῥεῖ, ὁ γάτος εἶναι, «ἂς τὸν ταγίσω», λέγει δὰ, «καὶ πεινασμένος εἶναι». καὶ πιάνει με ἡ ἄθλια καὶ θὲ νὰ μὲ φιλήσῃ, νὰ μὲ ταγίσῃ τίποτες καὶ νὰ μὲ κανακίσῃ, σὰν εἶχε τὴν συνήθεια νὰ κάνῃ μὲ τὸν γάτον, καὶ μένα ἡ καρδία μου ἔτρεμε καὶ κλονᾶτον, μήπως αὐτὴ ἡ κακογρᾶ λάχῃ καὶ μὲ γνωρίσῃ, καὶ πιάσῃ με ῾πὸ τὸν λαιμὸν καὶ σχίσῃ καὶ μὲ πνίξῃ. πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάννας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου μοῦ βώθησε κ᾿ ἡ κακογρᾶ ἐβγῆκεν ἀπομπρός μου. τότες ἐγὼ σηκόνομαι μὲ τὴν ῾πιδεξιοσύνην καὶ σύμονα τῆς ὄρνιθας μὲ τὴν ταπεινοσύνην. εὐθὺς ἁπλόνω, πιάνω την κάτωθεν τῆς τραπέζης, καὶ λέγει μου ἡ κακογρᾶ «ἄς τηνε, καὶ μὴ παίζῃς». ἐγὼ τὴν ἐκωλόσυρνα ἐκείνην τὴν Καβάκα, καὶ κείνη ἐφτερούγιασε καὶ κράζει «κάκα, κάκα». ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθα, ἡ γραῖα ἀπ᾿ ὀπίσω «Περδίτζη μου, καὶ γύρισε, Περδίτζη, στρέψ᾿ ὀπίσω.» κι ἀπὸ τὴν βιά μου τὴν πολλὴ ἐκόπ᾿ ἡ δύναμί μου, ὁ ἵδρωτάς μου ἔτρεχε ἀπ᾿ ὅλο τὸ κορμί μου. λοιπόν ὡσὰν ἀπέσωσα εἰς τὸ βουνὶ ἀπάνω, ἐκάθισα ν᾿ ἀναπαυθῶ, καμπόσο ν᾿ άνασάνω, γιὰ νὰ γροικήσω καὶ τὴν γρᾶν αὐτὴν τὴν κακομοίραν, αὐτὴν τὴν κακομάζαλην κατακαϋμένην χήραν. πολλὰ ἐκείνη ἔκλαψε, μεγάλα ἐλυπήθη, ὁλονυκτὶς ἐδέρνετο, ποσῶς δὲν ἐκοιμήθη. λοιπὸν τῆς γραίας μ᾿ ἔπιασαν τὰ λόγια κ᾿ ᾑ κατάραις, καὶ μεταγνώθω τὰ κακὰ ὁπῶ ῾χω καμωμένα, καὶ πῶς δὲν ἔχω παντελῶς ἀπ᾿ αὖτα δουλεμένα. καὶ ἀναβαίνω ῾ς τὸ βουνὶ νὰ ῾πῶ τὴν προσευχή μου, πρὸς τὰ κακὰ, τὰ ἔκαμα, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου. ἐνδύνομαι τὰ ῥάσα μου, κουρεύομ᾿ ἀπατή μου, βαστῶ σταυρὸν καὶ πατερμᾶ, φορῶ καὶ το μαντί μου, καὶ δείχνω μεγαλόσχημη καὶ ῾μοιάζω σὰν ῾γουμένη. κ᾿ εἰς τὴν καρδιά μου πονηριὰ ποσῶς δὲν ἀπομένει». ἰδὼν ὁ λύκος ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καρδίαν, τὴν πρὸς θεὸν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐξαγορίαν, καὶ σπλαχνικὰ ἐδάκρυσε καὶ ἐλυπήθηκέ την, ἄνοιξε ταῖς ἀγκάλαις του καὶ προσεδέκτηκέ την. «ἄμε, σοῦ λέγω σήμερον, νᾆσαι εὐλογημένη, κι ἀπ᾿ ὅλα σου τὰ κρίματα νᾆσαι συγχωρεμενη». λέγει καὶ ταῦτα πρὸς αὐτὴν «κυρία μου μεγάλη, λαμπάδα εἶσαι ἀναφτὴ, μὲ δίχως μανουάλι. |
-Ποίημα του λεγόμενου Πτωχοπρόδρομου (12ος αι.) για την πενία των σπουδαγμένων:
Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου τέκνον μου, μάθε γράμματα, κι ὡσὰν ἐσέναν ἔχει, βλέπεις τὸ δεῖνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει, καὶ τώρα ἔν᾿ διπλοεντέλητος καὶ παχυμουλαράτοςΑὐτὸς μικρὸς οὐδὲν εἶδεν τὸ τοῦ λοετροῦ κατώφλιν, καὶ τώρα λουτρακίζεται τρίτον τὴν ἑβδομάδαν· ὁ κόλπος του ἐβουρβούρυζεν φθεῖρας ἀμυγδαλάτας, καὶ τώρα τὰ νομίσματα γέμει τὰ μανδηλάτα Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου. Ἀφ᾿ οὗ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης, ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν. Ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων· «Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποὺ τὰ θέλει! ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν καθ᾿ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον, πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ᾿ ἐκεῖνα!» Ἐδάρε τότε ἂν μ᾿ ἔποικαν τεχνίτην χρυσορράπτην, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι, καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένηςν, οὐ μὴν ἤνοιγα τ᾿ ἀρμάριν μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει ψωμίν, κρασὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν, καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τσίρους καὶ σκουμπρία· παρ᾿ οὗ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους. καὶ βλέπω χαρτοσάκκουλα γεμᾶτα τὰ χαρτία. Γείτονα ἔχω πετσωτήν, ψευδοτσαγγάρην τάχα, πλὴν ἔνι καλοψωνιστής, ἔνι καὶ χαροκόπος. Ὅταν γὰρ ἴδῃ τὴν αὐγὴν περιχαρασσομένην, εὐθής· «ἂς βράσῃ τὸ θερμόν, λέγει πρὸς τὸ παιδίν του, καὶ νά, παιδίν μου, στάμενον εἰς τὰ χορδοκοιλίτσια, ἀγόρασε καὶ βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν καὶ δός μου νὰ προγεύσωμαι, καὶ τότε νὰ πετσώσω. Ἀφ᾿ οὗ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψετε καὶ κάτσῃ, ἀνάθεμά με, βασιλεῦ, ὅταν στραφῶ καὶ ἰδῶ του τὸ πῶς ἀνασκουμπώνεται κατὰ τῆς μαγειρίας ἂν οὐ κινοῦν τὰ σάλια μου καὶ τρέχουν ὡς ποτάμιν. Αὐτὸς γὰρ ἐμπουκκώνεται, κλώθει τὴν μαγειρίαν, καὶ ἐγὼ ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πόδας μέτρων τῶν στίχων. Αὐτὸς χορταίνει τὸ γλυκὺν εἰς τὸ τρανὸ μουχρούτιν, καὶ ἐγὼ ζητῶ τὸν ἴαμβον, γυρεύω τὸν σπονδεῖον, γυρεύω τὸν πυρρίχιον καὶ τὰ λοιπὰ τὰ μέτρα· ἀλλὰ τὰ μέτρα ποὺ ὠφελοῦν τὴν ἄμετρόν μου πεῖναν! |
-Αλλο ποίημα του Πτωχοπρόδρομου, όπου συγκρίνει τον πλούσιο γείτονα με τον εαυτό του
Γείτοναν ἔχω κοσκινᾶν, φάρσωμα μᾶς χωρίζει, καὶ βλέπω τὴν ἱστίαν του, πῶς συχνοφλακαρίζει, καὶ πῶς πολλάκις τῶν κρεῶν τὴν τσίκναν ἀπολύει· πῶς δ᾿ αὖ εἰς τὴν ἀνθρακιὰν τὴν φοβερὰν ἐκείνην κείμενα βλέπω, βασιλεῦ, τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων· καὶ ἐγὼ τσικνώνω διὰ ψωμίν, ζητῶ καὶ οὐδὲν μὲ δίδουν, ἀλλ᾿ ὀνειδίζουν ἅπαντες καὶ καθυβρίζουσί με, λέγοντες, «φάγε γράμματα καὶ χόρτασε, παπᾶ μου.» |
-Αλλο ποίημα του Πτωχοπρόδρομου, όπου εξιστορεί τα πάθη του εξαιτίας της γυναίκας του (απόσπασμα)
Κἂν φαίνωμαι γάρ, δέσποτα, γελῶν ὁμοῦ καὶ παίζων, ἀλλ᾿ ἔχω πόνον ἄπειρον καὶ θλῖψιν βαρυτάτην, καὶ χαλεπὸν ἀρρώστημα, καὶ πάθος, ἀλλὰ πάθος! Πάθος ἀκούσας τοιγαροῦν μὴ κήλην ὑπολάβῃς, μηδ᾿ ἄλλο τι χειρότερον ἐκ τῶν μυστικοτέρων, μὴ κερατᾶν τὸ φανερόν, μὴ ταντανοτραγάτην, μὴ νόσημα καρδιακόν, μὴ περιφλεγμονίαν, μὴ σκορδαψόν, μηδ᾿ ὕδερον, μὴ παραπνευμονίαν, ἀλλὰ μαχίμου γυναικὸς πολλὴν εὐτραπελίαν.Καὶ θέλω δεῖξαι προφανῶς τὴν ταύτης μοχθηρίαν τοὺς καθ᾿ ἡμέραν χλευασμοὺς καὶ τὰς ὀνειδισίας· «Ποῖον ἱμάτιον μ᾿ ἔρραψας; ποῖον δίμιτον μὲ ἐποῖκες; καὶ ποιὸν γυρὶν μὴ ἐφόρεσας; οὺκ οἷδα πασχαλίαν· ἔχεις με χρόνους δώδεκα· ψυχροὺς καὶ ἀσβολωμένους οὐκ ἔβαλα εἰς τὴν ῥάχιν μου μεταξωτὸν ἱμάτιν. οὐκ εἶδα εἰς τὸ δακτύλιν μου κρικέλιν δακτυλίδιν, οὐδὲ βραχιόλιν μὲ ἔφερες ποτὲ νὰ τὸ φορέσω. Ἐγὼ ἤμην εὐγενικὴ καὶ σὺ πτωχὸς πολίτης σὺ εἶσαι Πτωχοπρόδρομος καὶ ἐγὼ ἤμην Ματζουκίνη Ἐγὼ κρατῶ τὸ ὀσπίτιν σου καὶ τὴν ὑποταγήν σου δουλεύω τὰ παιδία σου παρὰ βαβᾶν καλλίστην, οἰκονομῶ τὰ κατὰ σέ, τρέχω, μοχθῶ, διώκω, καὶ σὺ καθέζεσαι ὡς πωλὶν χασμένον εἰς τὸ βρῶμα, καὶ καθ᾿ ἡμέραν προσδοκᾷς τί νὰ σὲ παραβάλλω. Τὸ τί σὲ θέλω ἐξαπορῶ, τὸ τί σὲ χρῄζω οὐκ οἷδα· ἂν οὐκ ἐθάρρεις κολυμβᾶν, κολυμβητὴς μὴ ἐγένου, ἀλλ᾿ ἂς ἔκνηθες τὴν λέπραν σου, καὶ ἂς ἤφινες ἐμέναν. Εἰ δὲ κομπώσειν ἤθελες καὶ λαβεῖν καὶ πλανήσειν, ἂς ἔλαβες ὁμοίαν σου, καπήλου θυγατέραν, κουτσοπαρδάλαν τίποτε γυμνήν, ἠπορημένην.» Ἡ δὲ τὰς ἀποκρίσεις μου μὴ καταδεχομένη στήκει, τριχομαδίζεται, δέρει τὰ μάγουλά της· συνάγει τὰ παιδία της, ἀπαίρει καὶ τὴν ῥόκαν, ἐμβαίνει εἰς τὸ κουβούκλιν της, κλείει σφικτὴν τὴν θύραν, μουλλώνεται καὶ κρύπτεται, ἐμὲ δ᾿ ἀφίνει ἔξω, ὡς τὸ ἐποῖκεν πρὸ πολλοῦ, δέσποτα στεφηφόρε, ὅταν ἐστράφην σάβουρος ἀπ᾿ ὦδε παρ᾿ ἐλπίδα. ἡνίκα γὰρ εἰσέβηκα τὴν θύραν καβαλλάρης, ὡς εἶδεν ὅτι ἐπέζευσα, καὶ ἀνέβηκα καὶ ἔκατσα δίχα θορύβου καὶ βοῆς, χωρὶς ὀχλαγωγίας. μικρολαλεῖν ἀπήρξατο καὶ συχνομουρμουρίζειν. Ἐγὼ δ᾿ ὡς ἤμην νηστικὸς ἀπὸ τὸ φιλοπότιν (μὴ κρύψω τὴν αἰτίαν μου καὶ ἔχω πολλάκις κρῖμα) ὡσὰν ἐμελαγχόλησα καὶ ἠγριολάληά την, καὶ πάλι τὰ συνήθη μου συμφώνως ἐπεφώνει· «τὸ τί θαρρεῖς; τὸ τίς εἶσαν; τὸ βλέπε τίνα δέρεις, ποίαν ὑβρίζεις πρόσεχε καὶ ποίαν ἀτιμάζεις· οὐκ εἶμαι σκλαβοπούλα σου, οὐδὲ μισθάρνισσά σου.» Ὡς δὲ αὐτή, θεόστεπτε, πρὸ τῶν λοιπῶν ἁπάντων, καὶ τὸ ψωμὶν ἐκλείδωσε καὶ τὸ κρασὶν ἐντάμα, φεύγει, λανθάνει, κρύπτεται, καὶ κλείσασα τὴν θύραν ἐκάθισε ἀμέριμνος καὶ μὲ ἐφῆκεν ἔξω. Κρατῶν δὲ τὸ σκουπόρραβδον, τὴν θύραν ἀπηρξάμην· ὡς δ᾿ ἠγανάκτησα λοιπὸν κρούων σφοδρῶς τὴν θύραν εὑρῶν ὀπὴν ἐσέβασα τ᾿ ἄκρον τοῦ σκοπορράβδου· ἐκείνη δὲ πηδήσασα καὶ τούτου δραξαμένη ἐταύριζεν ἀπέσωθεν, ἐγὼ δὲ πάλιν ἔξω· ὡς δ᾿ ἔγνω ὅτι δύναμαι καὶ στερεὰ τὴ σύρω, χαυνίζει τὸ σκουπόρραβδον· τὴν θύραν παρανοίγει, καὶ παρ᾿ ἐλπίδα κατὰ γῆς καταπεσὼν ἡπλώθην· ὡς δ᾿ εἶδεν ὅτι ἔπεσον ἤρξατο τοῦ γελᾶν με. Τοῦ γοῦν ἡλίου πρὸς δυσμὰς μέλλοντος ἤδη κλῖναι, βοή τις ἄφνω γίνεται καὶ ταραχὴ μεγάλη, ἓν καὶ γάρ ἐκ τῶν παίδων μου ἔπεσεν ἐκ τοῦ ὕψους, καὶ κροῦσαν κάτω ἔκειτο ὥσπερ νεκρὸν αὐτίκα· συνήχθησαν οἱ γείτονες ὡς πρὸς παρηγορίαν, αἱ μανδραγοῦραι μάλιστα καὶ πρωτοκουρκουσοῦραι, καὶ τότεν ἂς εἶδες θόρυβον καὶ ταραχὴν μεγάλην. Ἀσχολουμένων τοιγαροῦν τῶν γυναικῶν καὶ πάντων τῶν συνελθόντων ἐπ᾿ αὐτῷ, ὡς φθάσας εἶπον ἄνω, τοῦ βρέφους τῷ συμπτώματι καὶ τοῦ παιδὸς τῷ πάθει, κρυπτῶς ἀπῆρα τὸ κλειδίν, καὶ ἤνοιξα τὸ ἀρμάριν· φαγὼν εὐθύς τε καὶ πίων καὶ κορεσθεὶς ἐξαίφνης ἐξῆλθον ἔξωθεν κἀγὼ θρηνῶν σὺν τοῖς ἑτέροις. Τοῦ πάθους καταπαύσαντος, τοὺ βρέφους δ᾿ ἀναστάντος, ἀπεχαιρέτισαν εὐθὺς οἱ συνδεδραμηκότες· παραλαβοῦσα δ᾿ ἡ γυνὴ τοὺς τῆς ταύτης πάντας εἰσῆλθον ἔνδον σὺν αὐτοῖς καὶ πάλιν ὑπεκρύβη· ἐγὼ δὲ μόνος κοιμηθεὶς ἄνευ παραμυθίας, χωρὶς δείπνο καὶ σκοτεινὰ καὶ παραπονεμένα, ἠγέρθην ταχυνώτερον ἦλθον ἐπὶ τὴν κλίνην. καὶ μονοκύθρον μ᾿ ἔδωκε καθ᾿ ὕπνους μυρωδία, καὶ παρευθὺς τὸν ὕπνον μου ῥίψας ἐκ τῶν βλεφάρων ἀναπηδῶ, σηκώνομαι μετὰ σπουδῆς μεγάλης, παρὰ σκυλλὶν λαγωνικὸν κάλλιον ῥινηλατήσας, κυττάζω τὸ μονόκυθρον ἀπέσω εἰς τὸ κουβούκλιν. Οἱ παῖδες ἐσυνήχθησαν, ἐκάθισαν νὰ φάγουν, καὶ τὸ τραπέζιν ἔστησαν μὲ τὴν ἐξόπλισίν του. |
«Ἀφῆτέ τον, λέγει ἡ μήτηρ πρὸς τὰ τέκνα, πτωχὸς ἔνι, καράνος, πελεγρῖνος» Ἡμερωθέντων τοιγαροῦν τῶν παίδων παραυτίκα ἀνέβηκα τὴν σκάλαν μου τῇ τούτων ὁδηγίᾳ, καὶ εὐθὺς πηδήσας καὶ εἰσελθὼν, καὶ προτραπεὶς καθίσαι, τὸ πότε νὰ μὲ κράξωσιν νὰ φάγω προσεδόκουν, καὶ μόλις εἶδον πίνακα ζωμὸν ἔχοντα πλεῖστον, καὶ ὀλίγον ἀπὸ τὸ παστὸν καὶ θρύμματα μεγάλα, καὶ δράξας εἰς τὰς χεῖράς μου ηὔφρενεν ἡ καρδιά μου, ζωμὼν ἰδὼν τὸν περισσὸν καὶ τὰ χοντρὰ κομμάτια. Τοιαῦτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε, παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλητηρίας. Ὡς εἶδέ μοι κενώτατα ἐλθόντα πρὸς τὸν οἶκον. Ἂν οὖν μὴ φθάσῃ μὲ τὸν σὸν φιλεύσπλαχνον, αὐτάναξ, καὶ δώροις καὶ χαρίσμασι, τὴν ἄπληστον ἐμπλήσῃς. Τρέμω, πτοοῦμαι, δέδοικα μὴ φονευθῶ πρὸ ὥρας, καὶ χάσῃς σου τὸν Πρόδρομον, τὸν κάλλιστον εὐχέτην. |
Ὅταν ἐξέλθω γὰρ μικρὸν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας, ἂν ῥᾳθυμήσω πώποτε καὶ λείψω ἀπὸ τὸν ὄρθρον, οὐ φέρειν ὅλως δύναμαι τὰς προσταγὰς ἐκείνων· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸ θυμιατόν; ἂς βάλῃ μετανοίας· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸ κάθισμα; ψωμὶν μηδὲν τὸν δώσουν· τὸ ποὺ ἦτον εἰς τὸν ἐξάψαλμον; κρασὶν μηδὲν τὸν δώσουν· ποὺ ἦτον εἰς τὸν ἑσπερινόν; ἂς τὸν ἐκβάλλουν ἔξω. |
Καὶ πρόσχες καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ψεύδους ἵνα μάθῃς, καὶ νὰ γελάσῃς τῶν πολλῶν ἐφευρημάτων λόγους. «Πάτερ, πετσὶν οὐδὲν ἔχω, νὰ ἀναβῶ νὰ ἀγοράσω, καὶ μελανίτσιν ὀλίγον καὶ τώρα εἶα ποὺ φθάνω. Πάτερ, πανίτσιν ἔδωκα προχθὲς εἰς τὸν βαφέα, νὰ ὑπάγω νὰ ζητήσω το, καὶ τώρα εἶα ποὺ φθάνω. Πάτερ, αὑς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῖ ὁ ἀδελφός μου ἂς ἔβγω, ἂς δράμω νὰ ἰδῶ, καὶ τώραν εἶα ποὺ φθάνω.» Ταῦτα λαλοῦντες ἔχομεν μικρὰν παρηγορίαν καὶ ἐκ τῆς μονῆς ἐκβαίνοντες βλέπομεν καὶ τὸν κόσμον. |
ἐκεῖνος ἔν᾿ πρωτοπαπᾶς, σὺ δὲ ἐκκλησιάρχης, ἐκεῖνος διηκόνησεν εἰς τὴν μονὴν πολλάκις, καὶ σὺ ἔβοσκες τὰ πρόβατα καὶ ἔδιωχνες τὰς κορῶνας, αὐτὸς ψηφίζει πέρπυρα καὶ γράφει στρογγύλα, σὺ δὲ ψηφίζεις φάβατα καὶ γράφεις κονιδᾶτα, σὺ περιτρέχεις τὰς ὁδοὺς πεζὸς μετὰ τσαγγίων, αὐτὸς δὲ καβαλλάριος διηνεκῶν ὁδεύει. |
Από την Διήγησιν του υπερτίμου κρασοπατέρος Πέτρου του Ζυφομούστου
Ἄρχοντες νὰ ἠξεύρετε μικροί τε καὶ μεγάλοι: ὁ μεθυστὴς ἐξύπνησε, τρίβει τοὺς ὀφθαλμούς του. Κίτρινον εἶδεν οὐρανὸν γεμάτον πεταλούδας· μὲ τὸ πηγούνι τὲς μετρᾷ, φυσᾷ κι᾿ ἀναχασμᾶται. Πιθάριν μου γλυκύτατο, λιθάριν λυχνιτάριν, πιθάριν μου ἐκλαμπρότατον, καλῶς ἱστορισμένο, τῆς λύπης ἡ παρηγοριά καὶ τῆς χαρᾶς ἡ δόξα, αὐθεντικὸν τὸ σχῆμα σου, φιλόσοφος ἡ γνώμη. Καλῶς ἐπλάσθης ἐξ ἀρχῆς εἰς σχῆμα τοῦ ῥοδίου. Ὡς γοῦν τὸ ῥόδον δροσερὸν κοκκινοπορφυρίζει καὶ γέμει τὴν γλυκήτητα, τὴν δρόσον τοῦ λαιμοῦ μου. Εἰς τοῦτο μόνον μὲ λυπεῖς, πὼς οὐκ αὐξάνεις, κλῆμα, νὰ ὑπερβῇς τοῦ Ἀραρὰτ τὰ ὑψηλὰ τὰ ὄρη.Ἐλαίαν τὴν καλόκαρδον θαυμάζουσιν οἱ πάντες, ἀλλ᾿ οὖν εἰς ὅλα τὰ φυτὰ τὸ κλῆμα βασιλεύει. Ὁ μοῦστος ὁλοζώντανος πηδᾷ καὶ κοντοβήχει. Καὶ τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷ ὁ εὔοσμος ὁ οἶνος καὶ τοὺς ἀρρώστους ὁ καλὸς εἰς δύναμιν ἐγείρει. Ἂν εὕρω τζίπουρον εἰς γῆν, σκύπτω, μυρίζομαί το, κι᾿ ἡ εὐωδία του νικᾷ τὸν μόσχον τῆς Συρίας. Ὁ ἄρτος οὐκ εὐφραίνει με, μόνον τὸ κρασοβόλιν καὶ τὸ λαγομαγείρευμα τὸ λέγουσιν κρασάτο. Κρασίν μου δοκιμώτατον εἰς πᾶσαν ἰατρείαν, τῶν νέων ἡ θηριακή, τὸ αἷμα τῶν γερόντων, κινεῖς τὰ οὖρα συνεχῶς, εὐφραίνεις τὴν καρδίαν, ἀναβιβάζεις πνεύματα, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνδρίζεις. Στίχ. 22-34 Χριστέ μου, νὰ ἐγένετο βουτζὶν ἀντὶ ἡλίου, πρὸς τὴν εὐρυχωρίαν του νὰ εἶχεν καὶ τὸ βάθος, καὶ νά ῾ταν ὁλογέματον καλὸν κρασὶ ἀκράτον. Νὰ ἐγένετον ὁ οὐρανὸς καράβιν καὶ αἱ νεφέλαι ἄρμενον, τιμόνιν τὸ φεγγάριν, καραβοκύρης ἄνεμοι καὶ ναῦται αἱ ἀστέρες, καὶ νὰ τὸν ἔκρουε σεισμὸς καὶ νά ῾πεφταν οἱ πίροι, ὁ βοῦτζος νὰ ἐβρόντιζε καὶ ν᾿ ἄστραπτεν ἡ κοῦπα, καὶ νὰ ποταμοφόριζεν ὁ ἄδολος ὁ οἶνος καὶ νὰ ἦλθεν εἰς τὸ στόμα μου ἡ ἄβυσσος ἐκείνη· ἂν τύχῃ νὰ ἐγέμιζεν ὁ στόμαχός μου ὁ δόλιος καὶ ἡ πτωχὴ ἡ κοιλία μου νά ῾θελεν κυματίσει, καὶ θάνατον τολμῶ εἰπεῖν ποσῶς δὲν ἐφοβούμουν. Στίχ. 91-93 Ἂν ἔπιναν οἱ ἄγγελοι κρασίν ὥσπερ ἐμένα, καὶ νὰ ἐκάθιζα ὁμοῦ μετὰ τῶν ἀρχαγγέλων, εἰς ἑκατὸν νυχθήμερα ἤθελά τους μεθύσει. |
Από την Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη σπανού στ. 436-442
Πέμπτη στάσις. Αἱ γενεαὶ πᾶσαι.Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὅλοι καθυβρίζουν σπανὸν τὸν τραγογένην.Αἱ χεῖρες σου καὶ αἱ πόδες σου ἐξεράθησαν. Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὅλοι μαγαρίζουν σπανοῦ τὴν γενειάδαν. Τὰ διαβήματα τοῦ σπανοῦ κόψει ὁ Χάρος. Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, ὅλοι νὰ ἐβγάλουν τὸν κῶλον σου τριγένη. |
Από το Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων
(14ος αι.), στ. 122-180, όπου γίνεται σύναξη όλων των ζώων υπό τον βασιλιά (λιοντάρι), και κατά την οποία τα ζώα αρχίζουν να αλληλοκατηγορούνται, ώσπου τελικά αλληλοφαγώνονται. Εδώ έχουμε αλληλοκατηγορίες μεταξύ ποντικού και «κάτη» (γάτου).Πρῶτον εὐθὺς ὁ ποντικὸς ἐστάθη εἰς τὸ μέσον καὶ οὕτως ἀπεφθέγξατο μέσον τοῦ συνεδρίου: «Εἴ τις καλὸς καὶ ἀπόκοτος, ἂς ἔλθῃ εἰς τὸ μέσον». Ἀψός, γοργὸς ἐπήδησεν ὁ ταπεινὸς ὁ κάτης καὶ ἐλοιδόρησεν αὐτὸν λέγων τοιούτους λόγους: «Μακρόουρε, μακρόμυτε, μεγαλομουστακάτε, τί μοῦ σεῖς τὸ μουστάκιν σου ἀπάνω τε καὶ κάτω; ἔνθεν κἀκεῖθεν θεωρεῖς νὰ εὕρῃς τρύπα νά ῾μπῇς, τζουκαλογλείφτη, τυροφᾶ καὶ ψωμοκαταλύτη, μαγαρισμένε ποντικέ, ὁποὺ μιαίνεις πάντα, τὰ σύκα, τὰ σταφίδια, τ᾿ ὀξύφαλον, τὸ γάλα, κρέας, ὀψάριν καὶ ἀγνὰ καὶ ὅσα τὰ τοιαῦτα, σιτάριν καὶ τὰ ὄσπρια καὶ ὅσα τούτων εἴδη καὶ ἄλλα πάμπολλα καλὰ τὰ τρώγουν οἱ ἀνθρῶποι· τὰ μὲν ἐσθίεεις, μυσαρέ, τὰ δὲ οὐρεῖς καὶ χέζεις, τὰ δ᾿ ἄλλα μὲ τοὺς πόδας σου σκορπᾷς καὶ καταχύνεις. Ἂν εὕρῃς δὲ ἀσκέπαστον ῥογὶν μὲ τὸ ἐλάδιν, χαλᾷς κάτω τὴν οὔρην σου καὶ σύρνεις τὸ ἐλάδιν καὶ λείχοντα τὴν οὔρην σου κοιλίαν σου χορταίνεις. Ἐδὰ κρατεῖ μ᾿ ὁ βασιλεύς, ἐδὰ κρατεῖ μ᾿ ὁ ὅρκος, ἀλλὰ καὶ τὰ στοιχήματα ὅλης τῆς συντροφίας. Ἀμὴ νὰ πήδησα δαμὶν μικρὸν πηδηματίτζιν νὰ εἶδες, σκατοποντικέ, γυρίσματα τοῦ κάτου, πῶς νὰ σὲ ἥρπαξα γοργόν, πῶς νὰ σὲ ἐμασίστην, τὰ ταπεινὰ τὰ δόντια μου πῶς νὰ σὲ τραγανίσαν καὶ πῶς νὰ ἐρρουκάνισα σφικτὰ τὴν κεφαλήν σου, νὰ πήδεσεν ὁ κῶλος σου, ἔξω νὰ ἐκρεμάστῃ κ᾿ οἱ κόρες τῶν ὀμμάτων σου, τὰ ἔντερά σου ὅλα». Τότε πάλιν ὁ ποντικὸς εὐθὺς ἀπιλογεῖται καὶ λόγους ἐπεχείρησεν τοιούτους νὰ τοῦ λέγῃ: «Μεγάλως ὑπεραίρεσαι, μεγάλως καὶ καυχᾶσαι. Λέγεις ἐμὲν καὶ λοιδωρεῖς ὅτι μιαίνω πάντα, τὰ βρώματα καὶ πόματα καὶ εἴδη τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἂν τρώγω, κάτη κάκιστε καὶ στακτοκυλισμένε, δίκαιον ἔχω, μυσαρέ, καὶ εὔλογον νὰ τρώγω· ζῷον γὰρ ἄγριον εἰμὶ καὶ ἀνήμερον παντάπαν, ἀκμὴν καὶ ἀκολάκευτον ἀπὸ παντὸς ἀνθρώπου. Σὺ δὲ αἰσχρέ, παμμίαρε, ἀλευροκαταχέστη, ἐκεῖ ποὺ σὲ ταγίζουσιν, ἐκεῖ ποὺ σὲ ποτίζουν καὶ ἀγαποῦν καὶ ἔχουν σε καὶ ὁμαλίζουσίν σε, διατί τὰ κλέπτεις, ἄτυχε, κρυφὰ καὶ καταλεῖς τα καὶ ἄλλα τρώγεις ἄτζαλα καὶ ἄλλα μαγαρίζεις; Καὶ ἐκεῖνα τὰ ποιεῖς ἐσὺ λέγεις τα πρὸς ἐμένα; Ἀλὶ καὶ ἂν σὲ εὕρουσιν, ἀλὶ καὶ ἂν σὲ πιάσουν, ὅταν σκάπτῃς τὰ ἄλευρα καὶ χέζῃς καὶ μιαίνῃς κ᾿ εἰς τὸ κεχρὶν κ᾿ εἰς τὰ κουκιὰ κ᾿ εἰς ἅπαντα τὰ εἴδη, χέζεις καὶ τὴν παραγωνίαν καὶ χώνεις μὲ τὴν στάκτην ὅταν ταῦτα σὲ εὕρωσιν ποιοῦντα οἱ ἀνθρῶποι, νὰ εἶδες ῥαβδιὲς καὶ ματζουκιὲς ἀπάνω στὰ πλευρά σου. Καὶ νὰ σὲ κροῦν καὶ νὰ τζιλᾷς, νὰ κλάνῃς καρυδάτα· πολλάκις εἰς τὴν κεφαλὴν νὰ τύχῃ νὰ σὲ δώσουν καὶ νὰ ψοφήσῃς, ἄθλιε, καὶ νὰ σὲ ῥίξουν ἔξω εἰς τὴν κοπρίαν, ἄτυχε, καὶ νὰ σὲ φᾶν οἱ χοῖροι. Εἰ δὲ καὶ ζῇς καὶ περπατῇς καὶ εἶσαι εἰς τὸν κόσμον καὶ εὕρῃ σε σκύλος κυνηγὸς καὶ νὰ σὲ κυνηγήσῃ, νὰ τινάξῃ τὴν γοῦναν σου, νὰ κόψῃ τὴν ὀφρύν σου καὶ τὴν ἀλαζονείαν σου καὶ ὅλην τὴν ἔπαρσίν σου». Πληρώσας δὲ ὁ ποντικὸς ὅλους τοὺς λόγους τούτους ἀπῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν εἰς τὸ στασίδιόν του». |
ὁ κύων δὲ, ὡς ἤκουσεν τοῦ πονδικοῦ λαλοῦντος τὸ ὄνομα, τὸν ἔπαινον καὶ τὴν τοιαύτην φήμην, ἀψός, γοργὸς ἐπήδησεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον, καὶ πρὸς τὸν κάτην ἔτεινεν καλοὺς τοιούτους λόγους «ἐδᾶ κρατεῖ μ᾿ ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ ὑποταγή μου – ἀμμὴ ν᾿ ἀλίσκω σε δαμὶν, νά ῾χαψα τὴν οὐράν σου, καὶ νὰ σὲ ἀκροτίναξα μέσον τοῦ συνεδρίου, ἐσέναν καὶ τὴν ἀλουποῦν τὴν μακροουραδάτην, τὴν πνίγουσαν τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ μικρὰ πουλία, ποὺ πνίγει τὰ ἐρίφια καὶ τὰ μικρὰ ἀρνία, καὶ τὰ μὲν τρώγει ἡ κάκιστη, τὰ δ᾿ ἄλλα πίνει αἷμα, καὶ πολεμεῖ μέγαν κακὸν καὶ πλεῖόν τε ζημίαν καὶ ἀδικίαν ἄπειρον εἰς τοὺς πτωχοὺς ἀνθρώπους.» ὁ κάτης ἐφοβήθηκεν, φεύγει ἀπὸ τὸ μέσον, ἐξῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν μετὰ τοῦ συνεδρίου. |
ἀκούσασα ἡ ἀλωποῦ τὰς ὕβριτας τοῦ σκύλου ἐν ταπεινῷ τῷ σχήματι εἰσῆλθεν εἰς τὸ μέσον καὶ πονηρὰ καὶ τροπικὰ ἐφθέγξατο τοιαῦτα «τί ἔνε, σκύλε, τὸ λαλεῖς, τί ῾ἐν τὸ τζαμπουνίζεις; σκύλον σὲ λέγουν ὄνομα, ἀληθῶς σκύλος εἶσαι. καὶ γὰρ κατὰ τὸ ὄνομα ἔχεις τὴν πολιτείαν.» καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἤκουσεν τῆς ἀλωποῦς λεγούσης, προσμειδιάσας ὕστερον τούτους τοὺς λόγους εἶπεν «ἐξέβης, ἡ κυρ᾿ ἀλωποῦ νὰ μᾶς φιλοσοφήσῃς; ποῦ ἔμαθες τὰ γράμματα, ποῦ ἔμαθες τὴν τέχνην, γραμματικὴν, ῥητορικὴν, οὕτως νὰ συντυχαίνῃς; κ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν δύναμιν καὶ φόβον βασιλέως καὶ τῶν λοιπῶν τὴν ἐντροπὴν πολλὰ μοῦ συντυχαίνεις. λέγω ν᾿ ἀφήσω τὰ πολλὰ, νὰ παραβλέψω πάντας, νὰ σύρω τὸ δερμάτιν σου, νὰ σύρω τὴν οὐράν σου, καὶ νὰ τὸ δώσω τὸν γναφεὰ, τὸν δερματογουνάρην, νὰ σὲ δαμάσῃ ἡ ἄσβεστος καὶ νὰ σὲ κάψῃ ἡ στύψις, καὶ νὰ ξεχάσῃς τὴν πολλὴν ῾ψηλὴν φιλοσοφίαν.» στραφεῖσα ἡ ἀλώπεκα τὸν σκύλον ταῦτα λέγει «πολλὰ πολλὰ ῾περαίρεσαι, σκύλε μαγαρισμένε. πολλὰ καυχᾶσαι, φλύαρε, σαλιαρομυξάρη· καυχᾶσαι ὅτι κυνηγᾶς λαγοὺς καὶ ἄλλα ζῶα, πέρδικας καὶ χηνάρια καὶ ἄλλα τῶν ὀρνέων, καὶ ἀγαποῦν σε τὰ πολλὰ καὶ ὁμαλίζουσίν σε. ἀλλ᾿ ὅταν σ᾿ εὕρουν εἰς μικρὸν πταίσιμον εἰς τὸ σπήτιν, καὶ κλέψῃς τίποτε νὰ φᾷς ἢ τίποτε νὰ ῾γγίσῃς, ῥαβδαίας, ἀποπατητὰς μεγάλας σε φορτόνουν. εἰ δὲ πολλάκις, μιαρὲ, συμβῇ καὶ ψωριάσῃς, εἰς σπήτιν ἄλλο δὲν χωρεῖς οὐδ᾿ εἰς αὐλὴν ἐμπαίνεις, οὐδὲ καλὸν λόγον ἀκοῦς οὐδὲ ἐπωνυμίαν, [ἀλλ᾿ ὅπου ὑπάγεις καὶ σταθῇς, ἄλλον οὐδὲν ἀκούεις] εἰ μὴ τὸ ὅλοι δότε τον, ὅλοι λιθάζετέ τον, διότι μαγαρίζει μας ὁ σκύλος ὁ ψωριάρης – καὶ κροῦν σε ἄλλοι ἀπεδῶ καὶ ἄλλοι ἀπεκεῖθεν καὶ τυμπανίζουν σε κακὰ, ἕως οὗ ψοφήσῃς, καὶ δένουν σε μὲ τὸ σκοινὶν ὡς καταδικασμένον, καὶ σύρνουν σ᾿ ἐκ τὸν τράχηλον καὶ πᾶν σ᾿ εἰς τἠν κοπραίαν, οἱ μὲν λιθοβολοῦσί σε, οἱ δὲ ῥαβδοκοποῦν σε, σκοτόνουν σε κι ἀφίνουν σε, καὶ τὰ όρνέα τρῶν σε. ταῦτα δέ εἰσιν τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ τὰ ἔχεις, καὶ ὑπεραίρεσαι πολλὰ καὶ καυχᾶσαι μεγάλα.» ὁ κύων ἐντραπεὶς μικρὸν τῆς ἀλωποῦς τοὺς λόγους παραμερεᾶς ἐστάθηκεν πικροχολιασμένος, καὶ λόγους ἀπεφθέγξατο καὶ ῥήματα τοιαῦτα «ἀλωποῦ τρυπολόγισσα, βουνοαναθρεμμένη, οὔποτ᾿ ἡμέραν θεωρεῖς οὔτ᾿ ἥλιον ἐβλέπεις εἰς βάθη σκοτεινότατα, εἰς χάσματα μεγάλα, ἐπεθυμεῖς καὶ τὸ νερὸν δι᾿ ὅλης τῆς ἡμέρας, τότε τὴν νύκταν νὰ ἐβγῇς καμένη ἀπὸ τὴν δίψαν, νὰ εὕρῃς πούπετα νερὸν καὶ νὰ τὸ ἀποφρύξῃς, καὶ νὰ πρισθῇς, νὰ ἀγκωθῇς, νὰ συχνοπυκνοκλάνῇς. καὶ εἴ τι φᾷς καὶ εἴ τι πῇς καὶ ὅσα κι ἂν κοιμᾶσαι, οὐδὲν σὲ λείπει πώποτε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος. ἐγὼ δὲ ἀνατρέφομαι μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, εἰς οἴκους τοὺς βασιλικοὺς καὶ εἰς αὐλὰς ῥηγάδων, κ᾿ εἰς ἄρχοντες νὰ κυνηγῶ, εἰς πάντας καβαλλάρους. ταγίζουν με χλωρὰ, πνικτὰ καὶ ὀψημένα κρέη, κρατοῦν καὶ ὁμαλίζουν με καὶ βαγιλίζουσί με· καὶ βάνουν με τραχηλικὸν χαντρατοκουδουνάτον, καὶ κυνηγοῦσιν ῾λάφια λαγούδια χοιρίδια· ἀκόμη καὶ τὰ δυνατὰ τὰ ζῶα τὰ μεγάλα, ἅπερ οὐ δύναμαι κρατεῖν ἀλλ᾿ οὐδὲ καταβάλλειν, μὲ τὰς φωνάς μου ἐξυπνῶ, καὶ τρέχουσιν καὶ φεύγουν, καὶ πάλιν τὰ περδίκια καὶ ἕτερα πουλία.» ὡς ἤκουσεν ἡ ἀλωποῦ τοιαῦτα φθεγγομένου πάλιν τοῦ σκύλου λέγοντος καὶ ὑπερφυσιῶντος, ἔφησεν πάλιν καὶ αὐτὴ καὶ πρὸς τὸν σκύλον λέγει «ἀρκεῖ σε, σκύλε φλύαρε μιαρὲ ψεματάρη, αἰσχύνθητι, ἐντράπητη, ἄφες νὰ εἰπῇ καὶ ἄλλος.» τότε λοιπὸν ἐξέβηκεν ὁ σκύλος ἐκ τὴν μέσην, καὶ ἡ ἀλώπεκ᾿ ἔστησεν μέσον τοῦ συνεδρίου. |
=================================================
Λόγια επιγράμματα για τους αρματοδρομείς του Ιπποδρόμου
Όπως οι αρχαίοι Έλληνες με ωδές εγκωμίαζαν τους αριστεύσαντες στους Ολυμπιακούς ή τους Ισθμιακούς αγώνες, και, προσπαθώντας να καταστήσουν τη δόξα τους διαρκέστερη, ανήγειραν σε αυτούς χάλκινους ή μαρμάρινους ανδριάντες, έτσι και οι βυζαντινοί Έλληνες. Κάθε Μέρος (=δήμος: των Πρασίνων, των Βένετων, των Ρουσίων, των Λευκών) ανήγειρε στους νικητές ηνιόχους του ανδριάντες στην πλατεία του Ιπποδρόμου, και ποιητές τόνιζαν με επιγράμματα και ύμνους την δόξα τους. Τα ονόματα του Πορφυρίου από το δήμο των Βένετων, του Φαυστίνου και του Ουρανίου από το δήμο των Πράσινων, του Κωνσταντίνου από το δήμο των Λευκών, του Ιουλιανού και του Αναστασίου από το δήμο των Ρουσίων (Κόκκινων), καθώς και άλλων, είναι τόσο ένδοξα στη βυζαντινή εποχή, όσο και των αρχαίων ολυμπιονικών στην αρχαία εποχή.
Επίγραμμα προς τον Ιουλιανό, ηνίοχο των Ρούσιων (Κόκκινων) στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης:
Ἰουλιανὸς οὗτος ἅρμα Ρουσίου ἔχων, ἐνίκα τοὺς ἐναντίους δρόμῳ· ἀλλ᾿ εἰ γραφεὺς παρεῖχε καὶ πνοῆς χάριν ἕτοιμος ἔστι καὶ πάλιν διφρηλάτις καὶ πρόσθεν ἐλθεῖν καὶ λαβεῖν καὶ τὸ στέφος |
Στον Πορφύριον, ηνίοχο των Βένετων:
Ἐν γῇ κρατῆσας παντὸς ἁρματηλάτου καλῶς ἐπήρθη καὶ πρὸς αἰθέρα τρέχειν, Πορφύριος, τὸ θαῦμα δήμου Βενέτων· νικῶν γὰρ οἷτος πάντα γῆς διφρηλάτων, ἄνεισιν, ὡς ἂν καὶ σὺν ἡλίῳ δράμοι |
εἰς τὸν αὐτόν (Πορφύριον)
Ἄλκιμος ἀλκήεντα, σοφὸς σοφόν, υἱέα νίκης, οἱ νίκης παῖδες Πορφύριον Βένετοι ἄνθεσαν· ἀμφοτέροις γὰρ ἀμειβομένοις ἐπὶ πώλοις, κυδιάει νίκαις, οἷς πόρεν, οἷς ἔλαβεν. |
εἰς τὸν αὐτόν (Πορφύριον)
Ἐγγύθις τῆς Νίκης καὶ Ἀλεξάνδρου βασιλῆος ἔστης, ἀμφοτέρων κύδεα δρεψάμενος. |
εἰς τὸν αὐτόν (Πορφύριον)
Πάντα τύχης ὀφθαλμὸς ἐπέρχεται, ἀλλ᾿ ἐπὶ μούνοις Πορφυρίου κάματοις ἕλκεται ὄμμα Τύχης. |
Λεοντίου Σχολαστικοῦ εἰς τὸν αὐτόν (Πορφύριον)
Ἀγχίσην Κυθέρεια καὶ Ἐνδυμίωνα Σελήνη φίλατο, μυθεῦνται τοῖα παλαιγενέες· νῦν δὲ νέος τίς μῦθος ἀείσεται ὡς τάχα Νίκη ὄμματα καὶ δίφρους φίλατο Πορφυρίου. |
Εις Φαυστίνον, μέρους Πρασίνων (ηνίοχος των Πράσινων)
Σκόποι τὸ δρᾶμα μηχανουργεῖν τοῦ δόμου, Εἰ μὴ γὰρ ἐστέγατο καρτερᾷ σκέπῃ, Πρὸς οὐρανοὺς ἂν ὦρτο Φαυστῖνος τρέχων, ὅς ζῶν σὺν ἵπποις τὸ κλέος πρὶν Πρασίνων ἄρον, στέγος γὰρ καὶ φθάνει πρὸς αἰθέρα. |
Εἰς τὸν αὐτόν (Φαυστίνον)
Πρίν σε νέον, Φαυστῖνε, νόος πεφόβητο γερόντων· νῦν δέ σε πρεσβυγενῆ καρπὸς ἔφριξε νέων, δευτέρα δ᾿ εὕρετο πάντα τεὸς πόνος, ὅς σε γεραίρει πρέσβυν ἐν ἠϊθέοις, ἐν δὲ γέρουσιν νέον. |
Εἰς Οὐράνιον μέρους Πρασίνων
Ἴσον κυδαλίμοις Φαυστινιάδῃ τε καὶ αὐτῷ Φαυστίνῳ βασιλεὺς στῆσε παρ᾿ ἀμφοτέροις Οὐράνιον· τῷ δῆμος ἀμετρήτους διὰ νίκας ἠγαθέου Πέλοπος θῆκον ἐπωνυμίην ὡς αἰεὶ τὸ ὁμοῖον ἄγει Θεὸς ὡς τὸ ὁμοῖον, τοὺς δέ τις εἰσορόων, φθέγξεται ἀτρεκέως. |
Στον ηνίοχο Κωνσταντίνο εκ μέρους των Λευκών
Πέντε καὶ εἴκοσι μοῦνος ἄεθλα Κωνσταντῖνος εἰς μίαν ἡμέραν ἠριγένειαν ἐλών, ἤμειψε μὲν ἵππους ἀντιπάλους· κείνους δὲ λαβών, οὕς πρόσθεν ἐνίκα, τοῖς αὐτοῖς πάλιν εἷλε μίαν τε καὶ εἴκοσι νίκας· πολλάκι δ᾿ ἀμφοτέρων μερέων ἔρις ἔμπεσε δήμῳ, τίς μιν ἔχοι· κείνῳ δὲ δώσαν κρίσιν ἐκ δύο πέπλων |
Στον Κωνσταντίνο
Οἱ Βένετοι Πρασίνοισιν ἐνάντιοι αἰὲν ἐόντες, εἰς ἕν᾿ ὅμοφροσύνης ἐξεβόησαν ὅρον, ὥστε σε, Κωνσταντῖνε, λαβεῖν ἐπιτύμβιον εὖχος, πᾶσιν ᾀειδόμενον πᾶσιν ἀρεσκόμενον. |
Εἰς Κωνσταντῖνον ἡνίοχον Λευκῶν
Λευκοῦ μεθέλκων ἡνίας Κωνσταντῖνος, ἂν μὴ καθεῖρκτο στερρότητι τοῦ δόμου, τοὺς τρεῖς ἐνίκα πρῶτος αἰθέρα φθάνων· πνοῆς ἄνευθεν εἶδες αἰθεροδρόμων, τέχνη με πείθει τοῦτον ἔμπνουν βλέπειν. |
Εἰς τὸν αὐτόν (Κωνσταντίνο)
Ἤθελε Κωνσταντῖνον ἀεὶ πόλις ἡνιοχεύειν, ἤθελεν· ἀλλὰ πόθῳ οὐκ ἐπένευσε φύσις. Εὔθεν ἐὼν τόδ᾿ ἄγαλμα παραίφασιν εὗρεν ἐρώτων, ὄφρα ἑ μὴ λήθη καὶ χρόνος ἀμφιβάλῃ, ἀλλὰ μένοι ποθέουσιν ἔρως, ζῆλος δ᾿ ἐλατῆρσι, κόσμος δὲ σταδίοις, ἐσσομένοις δὲ φάτις. Καί τις ἰδὼν μετόπισθε χερείονας ἡνιοχῆας ὀλβίσσῃ προτέρην ἥ μιν ἴδεν γενεήν. |
Θωμᾶ Πατρικίου καὶ Λογοθέτου τοῦ δρόμου εἰς Ἀναστάσιον.
Τὸν θρασὺν ἡνιοχῆα, λελασμένον ἅρματος ἄθλων, ἐνθάδ᾿ Ἀναστάσιον κείμενον οὖδας ἔχει, ὃς τόσσους ἀνεδήσατο πρὶν στεφάνους, ὅσα ἄλλοι, ἔδρακον ἡνιόχων ἥματα ἱππασίης. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου