Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Καββαδίας-Τραβέρσο

Νίκος Καββαδίας-Τραβέρσο (1975)


Στὸν Φίλιππο Χατζόπουλο
Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη
  1. Μουσώνας
  2. Fresco
  3. Γυναίκα
  4. Yara Yara
  5. Οἱ 7 νάνοι στὸ s/s Cyrenia
  6. Κοσμᾶ τοῦ Ἰνδικοπλεύστη
  7. Guevara
  8. Θεσσαλονίκη ΙΙ
  9. Fata Morgana
  10. Ἀντινομία
  11. Cocos Islands
  12. Σπουδὴ θαλάσσης
  13. Πικρία
  14. Τὰ παραμύθια τοῦ Φιλίππου: Νανούρισμα-Marco Polo-Παιδεία



1η ἔκδοση: Κέδρος, 1975-1989
2η ἔκδοση: Ἄγρα, 1990

ISBN 960-325-039-2

Μουσώνας

Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια.
Στὸ χέρι σου χλωρὸ κλαρί, χαρτὶ κι ἕνα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροὶ τὰ ροῦχα σου κουρέλια.
Νὰ σὲ σκεπάσω θέλησα, γλιστρᾶς καὶ δὲ μπορῶ.

Κοράλλι ὁ κατραμόκωλος βαστάει νὰ σὲ φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τὰ νύχια σου στὴ σάπια κουπαστή;
Εἶν᾿ ἕνα φάδι ἀθώρητο καὶ μοῦ μποδάει τὴ βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο καὶ σταχτί.

Παρακαλῶ σε κάθησε νὰ ξημερώσει κάπως.
Χρῶμα νὰ βρῶ, τὸ πράσινο καὶ τίντες μυστικές.
Κι ἀπέ, τὸ θρύλο νὰ σοῦ πῶ ποὺ μοῦ ῾πε μαῦρος κάπος
τὴ νύχτα ποὺ μᾶς ἔγλειφε φωτιὰ στὸ Μαρακές.

Ἀκόμα ξέρω τὸν ἀρχαῖο σκοπὸ τοῦ Μινικάπε,
τὴ φοινικιὰ ποὺ ζωντανὴ θρηνεῖ στὸ Παραμέ.
Μὰ ἕνα πουλὶ μοῦ μήνυσε πὼς κάποιος ἄλλος στά ῾πὲ
κάποιος, ποὺ ξέρει νὰ ἱστορᾶ καλύτερα ἀπὸ μέ.

Κάματος εἶναι ποὺ μιλᾶ στενόχωρα καὶ κάψα.
Πεισματική, καὶ πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
ὅμως δὲν εἴμαστε παιδιὰ νὰ πιάσουμε τὴν κλάψα.
Τί θά ῾δινα - «Πάψε, Σεβάχ» - γιὰ νά ῾μουνα παιδί!

Αὐγή, ποιὸς δαίμονας Ἰνδὸς σοῦ μόλεψε τὸ χρῶμα;
Γυρίζει ὁ ναύτης τὸν τροχὸ κι ὁ γύφτος τὴ φωτιά.
Καὶ μεῖς, ποὺ κάμαμε πετσὶ τὴν καραβίσια βρόμα,
στὸ πόρτο θὰ κερδίσουμε καὶ πάλι στὰ χαρτιά.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

Fresco

Ὁ Fra Giovanni σιωπηλὸς ὁδήγαε τὴ γραφίδα.
Τὸ ἀγγελικό σου πρόσωπο χυμένο στὴ σπουδή.
Ὀρθὸς ὁ δοῦλος δίπλα σας, μακρὺς σὰ νεροφίδα,
ἔτριβε τ᾿ ἅγια χρώματα σὲ πέτρινο γουδί.

Ὄργανο, σὲ ξεχάσανε σὲ ποιὰ κλειστὴ ροτόντα,
ποὺ δὲν τὴν ἐλειτούργησε λιβάνι καὶ παπᾶς;
Ἀπὸ νωρὶς ξεχάστηκες τοὺς βιαστικοὺς ρωτώντας.
Ὅθε ἀγαπᾶς νυχτώθηκες, μπαίνεις καὶ δὲ χτυπᾶς.

Σκουφί, σωκάρδι βυσσινὶ φορῶ, μακρὺ στιλέτο.
Χρυσόβουλη βαστάω γραφὴ κι ἕνα πουγγὶ φλουριά.
Σκύβεις, κοιτάζεις τὸ νερὸ ποὺ ρέει στὸ καναλέτο,
γυρνᾶς, διώχνεις τὸ δοῦλο σου καὶ σβήνεις τὰ κεριά.

Ἄσχημος εἶμαι. Ἁμαρτωλὸς σὲ φρέσκο τοῦ Ἀνωνύμου,
χυμένο εἶναι τὸ μάτι μου μὲ χτύπημα σφυριοῦ,
τὸ αὐτὶ κομμένο, κι ἔχασα μία νύχτα τὴ φωνή μου
στὴ ναυμαχία τοῦ Μισιριοῦ.

Κι αὐτός, ὡραῖος ὅπως ἐσύ, ψηλός, porca miseria !
τὸ σχῆμα του κρύβει λαμπρὴ πολεμικὴ στολή.
Χαϊδεύει τὰ δυὸ χέρια σου, τὰ εὐλογημένα χέρια,
πέφτει τὸ ράσο του, ὁ σταυρὸς γλιστράει καὶ σὲ φιλεῖ.

~
Μὲ τὸ καράβι τοῦ Θησέα σ᾿ ἀφήσαμε στὴ Νάξο.
Γυμνή, μ᾿ ἕνα στὰ πόδια σου θαλασσινὸ σκουτί.
Σὲ ποιὲς σπηλιὲς ἐκρύφτηκες καὶ πῶς νὰ σὲ φωνάξω;
Κοστάρω κι ὅλο μὲ τραβάει μακριὰ τὸ καραντί.

~
Ἕνα κοπάδι ἐλέφαντες, μαϊμοῦδες καὶ καμῆλες
σοῦ κουβαλοῦσαν σὲ μακρὺ ποντόνι τὰ προικιά.
Μὰ τά ῾πιε ἀνεμορούφουλας ἀπέξω ἀπὸ τὶς Μύλες
καὶ ξέστρωσες τὸ νυφικὸ κρεβάτι σου, Θιακιά.

Sydney 1955

Γυναίκα

Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη
Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.

Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.

Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.

Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.

Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

Yara Yara

Καθὼς ἀποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ὁ κάβος.
Σὲ σπίτι μέσα, ξέχασες προχτὲς τὸ φυλαχτό.
Γελᾶς, μὰ ἐγὼ σὲ πούλησα στὸ Rio γιὰ δύο centavos
κι ἀπὲ σὲ ξαναγόρασα ἀκριβὰ στὴ Βηρυττό.

Μὲ πορφυρὸ στὰ χείλη μου κοχύλι σὲ προστάζω.
Στὸ χέρι τὸ γεράκι σου καὶ τὰ σκυλιὰ λυτά.
Ἀπάνωθέ μου σκούπισε τὴ θάλασσα ποὺ στάζω
καὶ μάθε με νὰ περπατῶ πάνω στὴ γῆ σωστά.

Κοῦκο φοροῦσες κάτασπρο μικρὸς καὶ κολαρίνα.
Ναυτάκι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ.
Σὲ πιάνει - μὴν τὸ πεῖς ἀλλοῦ - σὰ γάτα ἡ λαμαρίνα
καὶ σὲ σαστίζει ξαφνικὸ προβέτζο τοῦ καιροῦ.

Τὸ κύμα πάρε τοῦ φιδιοῦ καὶ δῶσ᾿ μου ἕνα μαντίλι.
Ἐγώ, - καὶ σ᾿ ἔγδυσα μπροστὰ στὸ γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, καὶ μάϊνα τὸ καντήλι.
Σὲ λόφο γιαπωνέζικο κοιμᾶται τὸ στερνό.

Σοῦ πῆρ᾿ ἀπὸ τὴ Νάπολη μία ψεύτικη καμέα
κι ἕνα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φριγκορίφικο στὴν ἄδεια προκυμαία
ἔβενος, - γλώσσα τῆς φωτιᾶς, στὸ βάθος κρεμεζί.

Φῶτα τοῦ Melbourne. Βαρετὰ κυλάει ὁ Yara Yara
ἀνάμεσα σὲ φορτηγὰ πελώρια καὶ βουβά,
φέρνοντας πρὸς τὸ πέλαγος, χωρὶς νὰ δίνει διάρα,
τοῦ κοριτισιοῦ τὸ φίλημα, ποὺ στοίχισε ἀκριβά.

Γερὰ τὴν ἀνεμόσκαλα. Καφὲ γιὰ τὸν πιλότο.
Λακίζετε, ἁλυσόδετοι τοῦ στεριανοῦ καημοῦ.
Καὶ σένα, ποὺ σὲ κέρδισα μιανῆς νυχτιᾶς σὲ λότο,
σμίγεις καὶ πᾶς μὲ τὸν καπνὸ τοῦ γκρίζου ποταμοῦ.

Μία βάρκα θέλω, ποταμέ, νὰ ρίξω ἀπὸ χαρτόνι,
ὅπως αὐτὲς ποὺ παίζουνε στὶς ὄχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πές μου, ὁ χωρισμός; - Ματώνει, δὲ σκοτώνει.
Ποιὸς εἶπε φοῦντο; Ψέματα. Δὲ φτάσαμε ποτές.

Melbourne 1951

Οἱ 7 νάνοι στὸ s/s Cyrenia

Στὴν Ἔλγκα
Ἑφτά. Σὲ παίρνει ἀριστερά, μὴν τὸ ζορίζεις.
Μάτσο χωρᾶνε σὲ μία κούφιαν ἀπαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστὲς, στεριὰ μυρίζεις.
Ὁ πιὸ μικρὸς ἀχολογάει μ᾿ ἕνα καλάμι.

Γυαλίζει ὁ Σὴμ τῆς μηχανῆς τὰ δύο ποδάρια.
Ὁ Ρὲκ λαδώνει στὴν ἀνάγκη τὸ τιμόνι.
Μ᾿ ἕνα φτερὸ ξορκίζει ὁ Γκόμπι τὴ μαλάρια
κι ὁ στραβοκάνης ὁ Χαρὰμ πίτες ζυμώνει.

Ἀπ᾿ τὸ ποδόσταμο πηδᾶν ὡς τὴ γαλέτα.
-Μπορῶ ποτὲ νὰ σοῦ χαλάσω τὸ χατίρι;
Κόρη ξανθὴ καὶ γαλανὴ ποὺ ὅλο ἐμελέτα
ποιὸς ρήγα γιὸς θὲ νὰ τὴν πιεῖ σ᾿ ἕνα ποτήρι.

Ραμὰν ἀλλήθωρε, τρελέ, ποὺ λύνεις μάγια,
κατάφερε τὸ σταυρωτὸ τοῦ Νότου ἀστέρι
σωρὸς νὰ πέσει, νὰ σκορπίσει στὰ σπιράγια
καὶ πές του κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο νὰ μὲ φέρει.

Ὁ Τότ, τοῦ λείπει τὸ ἕνα χέρι μὰ ὅλο γνέθει,
τοῦτο τὸ ἀπίθανο σινάφι νὰ βρακώσει.
Ἐσθήρ, ποιὰ βιβλικὴ σκορπᾶς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δὲ μιλᾶς; Γιατί τρεκλίζουμε οἱ διακόσιοι;

Κουφὸς ὁ Σάλαχ, τὸ κατάστρωμα σαρώνει.
-Μ᾿ ἕνα ξυστρὶ καθάρισέ με ἀπ᾿ τὴ μοράβια.
Μὰ εἶν᾿ ἕνα κάτι πιὸ βαθὺ ποὺ μὲ λερώνει.
-Γιέ μου, ποῦ πᾶς; -Μάνα, θὰ πάω μὲ τὰ καράβια.

Κι ἔτσι μαζὶ μὲ τοὺς ἑφτὰ κατηφορᾶμε.
Μὲ τὴ βροχή, μὲ τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς ὁρίζει.
Τὰ μάτια σου ζοῦνε μία θάλασσα, θυμᾶμαι ...
Ὁ πιὸ στερνὸς μ᾿ ἕναν αὐλὸ μὲ νανουρίζει.

Colombo 1951

* Τὸ ποίημα αὐτὸ ἀποτέλεσε ἀπάντηση τοῦ Καββαδία σὲ πρόταση τῆς ἀνιψιᾶς του νὰ φανταστεῖ ὀνόματα γιὰ τοὺς μυστηριώδεις «Ἑφτὰ Νυχτοπερπατητὲς»
ποὺ συνάντησε στὸ μυθιστόρημα τοῦ Οὐῶλτερ Σκὸττ «Ὁ τοξότης τοῦ Λουδοβίκου ΙΑ´».


Κοσμᾶ τοῦ Ἰνδικοπλεύστη

Στὴ Ρένα Ἀνδρεάδη
Τριγυριστὴς τῆς Ἰνδικῆς στὰ νιάτα του ὁ Κοσμᾶς,
πίστεψε στὰ γεράματα πὼς θὰ καλογερέψει.
Κυρὰ θαλασσοθάνατη, στὰ χέρια του ἔχεις ρέψει,
ποὺ στὰ στερνὰ τὰ μάρανε τὸ ἀλέτρι κι ὁ κασμᾶς.

Ὅπου ἔφτασες, κάθε χρονιὰ θερίζουν τρεῖς φορές.
Τὴν Ταπροβάνη ἐδιάλεξε κι εἶχες καιρὸ ποδίσει.
Τώρα μασᾶς ἀμύγδαλα καὶ προσφορὲς ξερές,
καὶ τὸ λιβάνι ὀσμίζεσαι ποὺ μοιάζει μὲ χασίσι.

Ἐκεῖ, Ταμίλες χαμηλὲς ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινὲς μὲ στήθη ὀρθά, τριγύρω σου λεφούσια.
Ἐδῶ λυγίζεις τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἀχαμνὰ μεριὰ
καὶ προσκυνᾶς τὴ Δέσποινα τὴ Γαλακτοτροφοῦσα.

Πῆγες ἐκεῖ ποὺ ἐδίδασκε τὸ πράσινο πουλί,
ὅπου της μάγισσας ὁ γιὸς θ᾿ ἀντάμωνε τὸ στόλο.
Ἔλυνε κεῖνος μὲ σπαθὶ ὅσα ἡ γραφὴ διαλεῖ.
Μὰ ἐσὺ ξηγᾶς τὰ αἰνίγματα καινούργιων Ἀποστόλων.

Μπροστά σου τρεῖς ἐλέφαντες ντυμένοι στὰ χρυσά,
ὄξω ἀπ᾿ τοῦ Βούδα τὴ σπηλιά, ψηλὰ στὴν Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στοῦ δρόμου τὰ μισὰ
καὶ πᾶς γιὰ νὰ λειτουργηθεῖς σὲ γάϊδαρο καβάλα.

Μαζεύει ὁ ναύτης τὸν παρᾶ κουκὶ μὲ τὸ κουκὶ
καὶ πολεμᾶ σὲ ψήλωμα νὰ στήσει τὸ ἀγκωνάρι.
Ἄλλοι σαλπάρουν Αὔγουστο γιὰ Νότιο Σινικὴ
καὶ τὸ γλεντᾶν στὸ Βοθνικό, Δεκέμβρη καὶ Γενάρη.

Ὅταν πιστεύω θάλασσα μονάχα καὶ βυθὸ
καὶ προσκυνάω γιὰ κόνισμα ἕναν παλιὸ ἀστρολάβο,
πές μου, στὴν ἅγια πίστη σου, πῶς νὰ προσευχηθῶ;
σὲ ποιὸν νὰ ξομολογηθῶ καὶ ποῦ νὰ μεταλάβω;

Ὁ Θεὸς εἶναι πανάγαθος, Κοσμᾶ, καὶ συχωρᾶ,
ὅμως γδικιέται ἀμείλιχτος ὁ γερο-Ποσειδώνας.
Τό ῾δανε λένε βουτηχτές: τοῦ σαλαχιοῦ ἡ οὐρὰ
νὰ γαργαλάει, στὰ χαμηλά, τὰ χείλια τῆς στρειδώνας.

s/s Apollonia 1967

Guevara

Στὸ Θανάση Καραβία
Ἤτανε ντάλα μεσημέρι κι ἔδειξε μεσάνυχτα.
Ἔλεγε ἡ μάνα τοῦ παιδιοῦ: «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Ὅμως τὰ μάτια μείνανε τοῦ καθενὸς ὀρθάνοιχτα
τότε ποὺ ἡ ὥρα ζύγιαζε μὲ ἀτσάλι τὸ κορμί σου.

Λεφούσι ὁ ἄσπρος μέρμηγκας, σύννεφο ἡ μαύρη ἀκρίδα.
Ὅμοια μὲ τὶς Μανιάτισσες μοιρολογοῦν οἱ Σχόλες.
Λάκισε ὁ φίλος, ὁ ἀδερφός. Ποῦ μ᾿ εἶδες καὶ ποῦ σ᾿ εἶδα;
Φυλάει τὸ ἁλώνι ὁ Σφακιανὸς κι ὁ Ἀρίδα τὴν κορίδα.

Ποιὸς τό ῾λεγε, ποιὸς τό ῾λπιζε καὶ ποιὸς νὰ τὸ βαστάξει.
Ἀλάργα φεύγουν τὰ πουλιὰ καὶ χάσαν τὴ λαλιά τους.
Θερίζουν τοῦ προσώπου σου τὸ ἐβένινο μετάξι
νεράιδες καὶ τὸ ὑφαίνουνε νὰ δέσουν τὰ μαλλιά τους.

Πάνθηρας ἀκουρμάζεται, θωράει καὶ κοντοστέκει.
Γλείφει τὰ ρόδα ἀπ᾿ τὶς πληγές, μεθάει καὶ δυναμώνει.
Ξέρασε ἡ γῆ τὰ σπλάχνα της καὶ πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρὶ βαράει μὲ δύναμη, μένει βουβὸ τὸ ἀμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στὰ μάτια τ᾿ ἀνοιχτά.
Στ᾿ ὄμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ἕνας γρύλος.
Πέφτει ἀπ᾿ τὰ χείλη σου, ποὺ ἀκόμα εἶναι ζεστά,
ἕνα σβησμένο cigarillos.

Τ᾿ ὄνειρο πάει μὲ τὸν καπνὸ στὸν οὐρανό,
ἔσμιξε πιὰ μὲ τὸ καράβι τοῦ συννέφου.
Τὸ φῶς γεννιέται ἀπὸ παντοῦ μὰ εἶναι ἀχαμνὸ
καὶ τὰ σκοτάδια τὸ ξεγνέθουν καὶ σοῦ γνέφουν.

Χοσὲ Μαρτί, (Κόνδορας πάει καὶ χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμᾶται.
Μὲ τὰ φτερά του θὰ σκοτείνιαζ᾿ ἕνα ἁλώνι.)
ἀπόψε οἱ δύο συντροφιαστοὶ θὰ πιεῖτε μᾶτε.

Φτάνει ὁ Μπολίβαρ καβαλώντας τὸ σαϊτάρι.
Παραμονεύει ὀρθὴ κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει ἡ Περουβάνα σὲ μορτάρι
καὶ μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Τοῦ Λόρκα ἡ κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ᾿ αὐτὸς μπλεγμένος στὰ μετάξινα δεσμά του.
Μακρὺ κιβούρι μὲ τὸν πέτρινο κασμᾶ του
σενιάρει ὁ Φίλος καὶ στὸ μπόι σου τὸ μετράει.

Γέροντας ναύτης μὲ τὰ μοῦτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει μὲ τὴν πιὸ φτηνὴ πραμάτεια.
Ἔχει τὰ χέρια ἀπὸ καιρὸ ψηλὰ κομμένα.
Κι ἤθελε τόσο νὰ σοῦ σφάλαγε τὰ μάτια.

Ἔφεσος 1972
* Τὸ 1968 ὁ Καββαδίας εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στὸν Μάκη Ρηγᾶτο πὼς σχεδιάζει ἕνα συνθετικὸ ποίημα ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Γκεβάρα.
** «Φίλος». Ὁ Νίκος Καββαδίας ἀναφέρεται στὸν Φιντὲλ Κάστρο!

Θεσσαλονίκη ΙΙ

Στὴ Μυρτὼ Κουμβακάλη
Τράνταζε σὰν ἀπὸ σεισμὸ συθέμελα ὁ Χορτιάτης
κι ἀκόντιζε μηνύματα μὲ κόκκινη βαφή.
Γραφὴ ἀπὸ τρεῖς καὶ μοῦ ῾γινες μοτάρι καὶ καρφί.
Μὰ ἔριχνε ἡ Τούμπα, σὲ διπλὸ κρεβάτι, τὰ χαρτιά της.

Τὴ μάκινα γιὰ τὸν καπνὸ καὶ τὸ τσιγαροχάρτι
τὴν ἔχασες, τὴν ξέχασες, τὴ χάρισες ἀλλοῦ.
Ἤτανε τότε ποὺ ἔσπασε τὸ μεσιανὸ κατάρτι.
Τὰ ψέματα τοῦ βουτηχτῆ, τοῦ ναύτη, τοῦ λωλοῦ.

Καὶ τί δὲν ἔχω ὑποσχεθεῖ καὶ τί δὲν ἔχω τάξει,
μὰ τὰ σαράντα κύματα μοῦ φταῖνε καὶ ξεχνῶ
-τῆς Ἄγρας τὰ μακριὰ σαριά, τοῦ Σάντουν τὸ μετάξι-
καὶ τὰ θυμᾶμαι μόλις δῶ ἀναθρώσκοντα καπνό.

Τὸ δαχτυλίδι πού ῾φερνα μοῦ τό ῾κλεψε ἡ Ὀράγια.
Τὸν παπαγάλο -μάδησε κι ἔπαψε νὰ μιλεῖ.
Ἂς ἐκατέβαινε ἔστω μία, στὸ βίρα, στὰ μουράγια,
κι ἂς κοίταζε τὴν ἄγκυρα μονάχα, ποὺ καλεῖ.

Τίποτα στὰ χεράκια μου, μάνα μου, δὲ φτουράει-
ἔρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια καὶ φυλαχτά.
Σιχαίνομαι τὸ ναυτικὸ ποὺ ἐμάζεψε λεφτά.
Ἐμούτζωσε τὴ θάλασσα καὶ τήνε κατουράει.

Τῆς Σαλονίκης μοναχὰ τῆς πρέπει τὸ καράβι.
Νὰ μὴν τολμήσεις νὰ τὴ δεῖς ποτὲ ἀπὸ τὴ στεριά.
Κι ἂν κάποια στὴν Καλαμαριὰ πουκάμισο μοῦ ράβει,
μπορεῖ νά ῾ρθῶ ἀπ᾿ τὰ πέλαγα μὲ τὴ φυρονεριά.

04.01.1974

Fata Morgana

Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ
Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*
Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.


Ἀντινομία

Ὁ ἔρωτάς σου μία πληγὴ καὶ τρεῖς κραυγές.
Στὰ κόντρα σκούζει ὁ μακαρᾶς καθὼς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη τοῦ βυθοῦ - χίλιες ὀργιὲς -
τοῦ Ποσειδώνα ἐγὼ σὲ κέρδισα στὸ ζάρι.

Καὶ σ᾿ ἔριξα σ᾿ ἕνα βιβάρι σκοτεινὸ
ποὺ στέγνωσε καὶ ξανεμίστηκε τὸ ἁλάτι.
Μὰ ἐσὺ προσμένεις ἀπ᾿ τὸ δίκαιον οὐρανὸ
τὸ στεριανό, τὸ γητευτή, τὸν ἀπελάτη.

Ὅταν θὰ σμίξεις μὲ τὸ φῶς ποὺ σὲ βολεῖ
καὶ θὰ χαθεῖς μέσα σὲ διάφανη ἀμφιλύκη
πάνω σὲ πράσινο πετούμενο χαλί,
θὰ μείνει ὁ ναύτης νὰ μετρᾶ τὸ ἄσπρο χαλίκι.

m/s Aquarius 1974

Cocos Islands

Στὴ Μαίρη Γιαννουλάτου
Στὴν πλώρη ὁ σφυροκέφαλος μὲ τὸ φτερὸ στὴ ράχη,
τότε ποὺ πῆρε ὁ Συμιακὸς βουτιὰ μὲ τὸ κεφάλι.
«Ὅλο ἀρμενίζει ὁ γιόκας μου, ποὺ τὴν εὐχή μου νά ῾χει...»
Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι.

Γιατί μπερδεύω τούτη ἐδῶ μὲ μι᾿ ἄλλην ἱστορία;
Εἶν᾿ ἕνα χέρι ποὺ πονάει, βαρὺ καὶ λαβωμένο.
Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία
μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;

Ἀκόμα δὲ φανήκανε κοράκια καὶ παράλια.
Ἁρμάτωσα μία καθετὴ μὲ μεσηνέζα σάπια.
Μία δεκοχτούρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μοιρολογάει στὰ στράλια
ἀπάνω στὸ πλεούμενο, ποὺ περπατάει σὰν πάπια.

Νά ῾χαμε νὰ τοῦ δίναμε μία ρίζα, ἕνα χορτάρι,
ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ τὰ χείλη νὰ δροσίσει,
ἢ νὰ τὸν κοινωνούσαμε μὲ μία τούφα χασίσι.
Θὰ ναρκωνόταν ὁ σκορπιὸς ποὺ μέσα του σαρτάρει.

Μὲ γάντζους στὸ κατάστρωμα πήδησαν οἱ Μαλαίσιοι
καὶ μαλακὰ τὸν θέσανε σὲ μία σκοινένια μπράντα.
Τοῦ χάιδευε τὰ δάχτυλα μία μαύρη, ἡ Τζακαράντα,
καὶ μία γριὰ μαστόρισσα ποὺ βρώμαγε σὰ λέσι.

Κοιμᾶται ὀνειρευάμενος κάμπους μὲ χαμομήλια.
Ξαναγενήκαμε μεμιᾶς τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε.
Βόγκει στὸ πρόσω ἡ μηχανὴ καὶ τώρα ἀνηφορᾶμε,
λειψοὶ πάνω στὸ σίδερο, μὲ κουρασμένα μίλια.

Cocos Islands 1956.
Ἀθήνα 1975


Σπουδὴ θαλάσσης

Ἀγνάντευε ἀπ᾿ τὸ κάσσαρο τὴ θάλασσα ὁ «Πυθέας»
κι ὅλο δεξιὰ κι ἀριστερὰ σκουντούφλαγε βαριά.
Κι ἀπάνω στὸ ἄρμπουρο, ὁ μουγγός, ὁ γιὸς τῆς Δωροθέας,
εἶχε κιαλάρει δύο γυμνὲς γυναῖκες στὴ στεριά.

Τότε στὴν Πίντα κλέψαμε τοῦ Ἀζτέκου τὴν κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα τὸ κορμὶ καὶ μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια καὶ σκορπιοὶ τσιφάρι, στὰ πανιόλα.
Στὸ Πάλος κουβαλήσαμε τὸ ἀγιάτρευτο σπυρί.

Καὶ προσκυνώντας τοῦ μεγάλου Χάνου τ᾿ ἀποκεῖνα
καβάλα στὶς μικρόσωμες Κινέζες στὶς πιρόγες,
-μετάξι ἀνάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρῶγες-
φέραμε κεῖνον τὸν κλεμμένο μπούσουλα ἀπ᾿ τὴν Κίνα.

Δεμένα τὰ ποδάρια μας στοῦ Πάπα τὶς γαλέρες
κουρσεύαμε τοῦ ὠκεανοῦ τὰ πόρτα ἢ τὰ μεσόγεια.
Σπέρναμε ὅπου περνούσαμε πανούκλα καὶ χολέρα
μπερδεύοντας μὲ τὸ τρελό μας σπέρμα ὅλα τὰ σόγια.

Ὅπου γυναίκα, σὲ ναούς, καλύβα ἢ σὲ παλάτι,
σὲ κάσες μὲ μπαχαρικὰ ἢ πίσω ἀπὸ βαρέλια,
μᾶς καθαρίζαν τὶς παλιὲς πληγὲς ἀπὸ τὸ ἁλάτι,
πότε ντυμένες στὰ χρυσὰ καὶ πότε στὰ κουρέλια.

Ἀπίκου πάντα οἱ ἄγκυρες καὶ οἱ κάβοι πάντα ντούκια.
Ὀρθοὶ πάντα κι ἀλύγιστοι στὴν ἀνεμορριπή,
μασώντας, σὰν τὰ ζωντανά, μπανάνες καὶ φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: ἁμάρτημα ἡ ντροπή.

Στὰ ὄρτσα νὰ προλάβουμε. Τραβέρσο καὶ προχώρα.
Νὰ πᾶμε νὰ προλάβουμε τὴν τελευταία ριξιὰ
σὲ κείνη τὴν ἀπίθανη σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο χώρα
ποὺ τὰ κορίτσια τό ῾χουνε στὰ δίπλα ἢ καὶ λοξά.

19.01.1975

Πικρία

Ξέχασα κεῖνο τὸ μικρὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Ἀμόι
καὶ τὴ μουλάτρα ποὺ ἔζεχνε κρασὶ στὴν Τενερίφα,
τὸν ἔρωτα, ποὺ ἀποτιμάει σὲ ξύλινο χαμόι,
καὶ τὴ γριὰ ποὺ ἐμέτραγε μὲ πόντους τὴν ταρίφα.

Τὸ βυσσινὶ τοῦ Τισιανοῦ καὶ τοῦ περμαγγανάτου
καὶ τὰ κρεβάτια ξέχασα τὰ σαραβαλιασμένα
μὲ τὰ λερὰ σεντόνια τους τὰ πολυκαιρισμένα,
γιὰ τὸ κορμί σου, ποὺ ἔδιωχνε τὸ φόβο τοῦ θανάτου.

Ὅ,τι ἀγαποῦσα ἀρνήθηκα γιὰ τὸ πικρό σου ἀχείλι:
τὸν τρόμο ποὺ δοκίμαζα πηδώντας στὸ κατάρτι,
τὸ μπούσουλα, τὴ βάρδιά μου καὶ τὴν πορεία στὸν χάρτη,
γιὰ ἕνα δυσεύρετο, μικρὸ θαλασσινὸ κοχύλι.

Τὸν πυρετὸ στοὺς Τροπικούς, τοῦ Rio τὴ μαλαφράντζα,
τὴν πυρκαγιὰ ποὺ ἀνάψαμε μία νύχτα στὸ Μανάο.
Τὴ μαχαιριὰ ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ Μαγιάρος στὴν Κωστάντζα
καὶ «Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; - Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Τοῦ τρατολόγου τὸν καημό, τοῦ ναύτη τὴν ὀρφάνια
τοῦ καραβιοῦ ποὺ κάθισε τὴν πλώρη τὴν σπασμένη.
Τὶς ξεβαμμένες στάμπες μου, πού ῾χα γιὰ περηφάνια
γιὰ σένα, ποὺ σαλπάρισες, γολέτα ἀρματωμένη.

Τί νὰ σοῦ τάξω, ἀτίθασο παιδί, νὰ σὲ κρατήσω;
Παρηγοριά μου ὁ σάκος μου, σ᾿ Ἀμερικὴ κι Ἀσία.
Σύρμα ποὺ ἐκόπηκε στὰ δυὸ καὶ πῶς νὰ τὸ ματίσω;
Κατακαημένε, ἡ θάλασσα μισάει τὴν προδοσία.

Κατέβηκε ὁ Πολύγυρος καὶ γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρὶς φανάρια,
ἀπόψε ποὺ ἀγκαλιάστηκαν Ἑβραῖοι καὶ Μουσουλμάνοι
καὶ ταψιδέψαν τὰ νησιὰ στὸν πόντο, τὰ Κανάρια.

Γέρο, σοῦ πρέπει μοναχὰ τὸ σίδερο στὰ πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, καὶ ἀριστερὰ τιμόνι.
Μία μέδουσα σὲ ἀντίκρισε γαλάζια καὶ σιμώνει
κι ἕνας βυθὸς ποὺ βόσκουνε σαλάχια καὶ χταπόδια.

07.02.1975


Νανούρισμα

Γιὰ μωρὰ καὶ γιὰ γέρους.
Πρώτη μέρα τοῦ Μαγιοῦ
πάει τὸ clipper τοῦ τσαγιοῦ.

Νὰ προλάβει τὴ Σαγκάη,
νὰ φορτώσει τὸ ἄσπρο τσάι.

Μὰ στοῦ νότου τὰ νησιά,
στὸ στενὸ του Μακασάρ,

τὸ κουρσεύουν πειρατές,
καὶ δὲ γύρισε ποτές.

Στέρνουν ἕνα μπριγκαντίνι,
ὅλο ἀσένιο, στὸ καντίνι.

Μὰ ὄξω ἀπὸ τὴ Βαρκελώνα
τὸ μπατάρει μιὰ χελώνα,

μία χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη καὶ κακιά.

Μὰ ἕνας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω ἀπ᾿ τὴ Δολίχα,

τραμπάκουλο ἀρματώνει
καὶ τὸ βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει τὸ Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οἱ γαϊδάροι.

Βγαίνει ἀπὸ τὴ Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα καὶ χάρτα.

Ὄξω ἀπ᾿ τὴ Μαδαγασκάρη
ὁ καιρὸς ἔχει λασκάρει.

Κατεβάζει τὰ πινά του
καὶ ψειρίζει τ᾿ ἀχαμνά του.

Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μὰ τοὺς τάραξε στὸ ζάρι.

Μαχαιρώνει τὴ χελώνα
καὶ ξορκίζει τὸν κυκλώνα.

Ἀριβάρει στὸ Μακάο
μ᾿ ἕνα φόρτωμα κακάο.

Ὅμως βρέθηκε στ᾿ ἀμπάρι
ὅλο φούντα καὶ μπουμπάρι.

Ἀφοῦ τὸ μοσκοπούλησε
στὴ λίρα κολυμπάει

Τσοὺ χαιρετάει κινέζικα
καὶ πάει γιὰ τὴ Μπομπάη.

Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
τοῦ φορέσανε καφτάνι.

Τὸν βαφτίζουν Μουχαμέτη
καὶ τοῦ κάνουνε σουνέτι.

Τσοὺ μαθαίνει σκορδαλιὰ
καὶ τὸν κάνουν βασιλιά.

Τό ῾σκασε νύχτα μὲ μουσώνα
μ᾿ ὅλο τὸ βιὸς σὲ μιὰ κασώνα.

Τὸ μωρό μας μὲ κλωτσάει.
«Τί θὰ γίνει μὲ τὸ τσάι;
Πνίξε πιὰ τὸ βασιλιά!»

Ἄ, τὸ πίνουν οἱ Κινέζοι
σιωπηλοὶ γουλιὰ γουλιά.


Marco Polo

Σοῦ ἱστόρησα τὸ Λύκανδρο, τὴν πονηρὴ ἀλεποῦ,
καὶ πὼς τὸ γρήγορο μανγκοὺστ παλεύει μὲ τὰ νάγια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεται ὁ πικρὸς καφές, τὸ σάνταλο ἀπὸ ποῦ.
Καὶ φτάσαμε στῆς Βενετιᾶς τὰ θαυμαστὰ καρνάγια.

Σὲ ντύνουν καὶ σὲ γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τό ῾να, ἡ Νικὸλ ποὺ μύριζεν ἀμπέλια ἀπ᾿ τὴ Λορραίνη.
Τούτη, εἶχε τὰ μαλλιὰ χρυσά, ἡ ἄλλη κοντὰ καὶ ρίτσια.
Ἡ ἀνάσα τους ἡ τρυφερὴ κι ἐπίσκοπο μωραίνει.

Ἀρχίζει: O Marco φόραγε μεταξωτὸ σωκάρδι
καὶ μάλλινο μὲ κόκκινα κεντίδια κοντογούνι.
Στὴν πιάτσα παίζανε σπαθὶ Βυζαντινῶν μπαστάρδοι
καὶ διαβαιναν ἀρχόντισσες, ἑταῖρες καὶ σπιγοῦνοι,

Σκλαβόνοι, ἀποκρισάτορες καὶ σιδεροντυμένοι.
Πέρασε μία καὶ σοῦ ῾δειξε τὰ κάτασπρά της δόντια.
Στάθηκε, ἀπόκριση ζητᾶ, κι ἀκόμα περιμένει.
Κοιτοῦσες τὰ τριπόντια.

Νύχτωσε. Ἀλλάξαν οἱ φρουρές. Στοῦ Ριάλτο τὸ παζάρι
σκατζάρουνε μὲ μάλαμα, σπυρὶ σπυρὶ μπαχάρι.
Ξεφόρτωναν γονατιστὲς καμῆλες οἱ Μπουχάροι
καὶ σοῦ ῾χε ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ τὰ μέντε συνεπάρει.

Οἱ Τοῦρκοι ἀναβανε φωτιὲς τριγύρω ἀπ᾿ τὸ Σαράι
καὶ κάθε φλόγα ψήλωνε τελώνια καὶ ζιζάνια.
Στὸ μότζο βγαίν᾿ ἡ μάνα σου καὶ πρὸς τὰ κεῖ τηράει.
-Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια.

Τὸ Νικολὸ καὶ τὸ Ματέο τοὺς ἔχει λησμονήσει.
Καιρὸ πολὺ τοὺς πρόσμενε, μὰ τώρα δὲν τὴ μέλει.
-Μία μονοβύζω τοὺς κρατάει σὲ κάποιο ἐρημονήσι.
Μὰ ἐτοῦτο, ποὺ τὸ τάγιζε καρύδι μὲ τὸ μέλι ...

... Κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ μάνα του καθὼς ἐφύγαν κι ἄλλοι.
Πῆγε, μὰ δὲ γονάτισε μπρὸς στὸ μεγάλο Χάνο.
Φίλιππε, ἀποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι.
Ἀποκοιμήθηκα κι ἐγὼ ... καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ ξεχάνω.

Βενετία 03.04.1972

Παιδεία

Φαίνανε πανὶ στὸν ἀργαλειὸ
καὶ σὲ ταρσανᾶ ξομπλίαζαν κατάρτι
ἀντικρὺ στὸ Νήρυτο καὶ στὸ Δασκαλιὸ
γιὰ ἕνα κοριτσάκι ἀπὸ τὴ Σπάρτη.

Κι ἄρχισε μία τέτοια φασαρία,
πῆρε πέντε τοῦμπες ἡ Ἱστορία.

Κέρδισε τὴ νίκη μία φοράδα
δίχως νοῦ καὶ δίχως γρηγοράδα -
τό ῾γραψε κι ὁ Γέρος στὴν Ἰλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι ἀπὸ τὴν Τροία.
Ἔχω καὶ χαρτὶ καὶ μαρτυρία.
Δὲ θυμᾶμαι μόνο τὴν πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε τὸ διάκι
ἕνας γιὸς τσοπάνου ἀπὸ τὸ Θιάκι.

Εἶχε δαγκωνιὰ στὸ μάγουλό του
ποὺ καὶ κείνη βγῆκε σὲ καλό του.

Γιὰ τὴ ναυτοσύνη δάσκαλο εἶχα
ἕνα γεμιτζῆ ἀπὸ τὴ Δολίχα.

Τσοῦρμο ἀπὸ Κάστο κι ἀπὸ Ἐχινάδες,
ὅλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες μὲ μαλλιὰ δασά,
κι ἦταν οἱ χιτῶνες μας τσαντίρια.
Μᾶς ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι καὶ καλὰ κρασιά.

Κάπου ἐκεῖ κοντὰ στοὺς Λαιστρυγόνες
ἀγκαστρώσαμε ὅλες τὶς γοργόνες.

(Ἂν τὰ τελευταῖα τὰ γράφω πρῶτα
εἶναι ποὺ μπερδέψαμε τὴ ρότα.)

Εἶχες καὶ τὸ φόβο τῆς τιμῆς σου.
Οἱ ἀνθρωποφάγοι τὰ σκυλιά,
πρὶν σὲ φᾶν᾿, σοῦ κάναν τὴ δουλειά,
γιὰ νὰ νοστιμίσει τὸ κορμί σου.

Σμίξαμε κοντὰ στὴν Ἀσκανία
μὲ τοὺς κατεργάρηδες τοῦ Αἰνεία.
Πήγαμε ὅλοι τσοῦρμο στὰ πορνεῖα.

Κεῖνες οἱ ρουφιάνες τ᾿ ἀποσπόρια,
πῆγαν καὶ τοὺς κάψαν τὰ παπόρια.

Νὰ καὶ ἡ Ναυσικὰ ἀπὸ τσοὺ Κορφοὺς
τυλιγμένη μὲς στὴ σαπουνάδα.
Εἶχε τρεῖς φονιάδες ἀδερφοὺς
κάπου στὸ Μαντούκι, στὴ Σπιανάδα.

Φαῖνε, Πηνελόπη, τὸ πανί σου,
κλώσσαγε τὴν τίμια ἀναμονή σου.

Τοῦ θεοῦ τὸ ἀσκί, τοῦ Αἰόλου,
μᾶς σκορπάει κατὰ διαόλου.

Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει καὶ κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μία φωνή : - Ἕνα ... δύο ...

Ἀθήνα 1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου