Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Το πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο του Μακεδονικού ζητήματος και η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία

Το πολιτικό και διπλωματικό πλαίσιο του Μακεδονικού ζητήματος και η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία
Του Καθ. Βλάση Βλασίδη*


Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στα Βαλκάνια ήταν πολύ σημαντικό, καθώς άλλαξε άρδην το καθεστώς που ίσχυε για τη Μακεδονία με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και εκείνες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Βούλγαροι, που για μεγάλο μέρος των Σλαβόφωνων της Μακεδονίας αποτελούσαν τους αδελφούς ή τους μεγάλους αδελφούς ή τους ξάδελφους ως σύμμαχοι των νικητών Γερμανών ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν ως δυνάμεις Κατοχής. Η σερβική και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Μακεδονίας είχε προσαρτηθεί στη Βουλγαρία.
Όμως η συμπεριφορά των παιδιών της μητέρας Βουλγαρίας δεν είχε τίποτε σχετικό με αυτό που φαντάζονταν οι τοπικοί πληθυσμοί, που αισθάνονταν καταπιεσμένοι κυρίως από τους Σέρβους και σε μικρότερο βαθμό από τους Έλληνες στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά. Μπορεί κάποιοι από αυτούς να είχαν συμμετάσχει εθελοντικά ή με παρότρυνση στα παραστρατιωτικά βουλγαρικά τάγματα της Οχράνα, αλλά οι περισσότεροι ένιωσαν την ίδια ή και μεγαλύτερη καταπίεση που ένιωθαν και τα προηγούμενα χρόνια.
Έτσι οι Σλαβομακεδόνες άρχισαν να μετέχουν στον ΕΛΑΣ και κυρίως στους Παρτιζάνους του Τίτο. Ο Τίτο, προκειμένου να μειώσει τη βουλγαρική επιρροή και για να αυξήσει τη δική του επιρροή στον ντόπιο πληθυσμό, προώθησε την ιδέα της ιδιαίτερης μακεδόνικης ταυτότητας, αυτή που είχαν προωθήσει στις αρχές του αιώνα η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) για να πετύχει την...
 αποκήρυξη του οθωμανικού ζυγού, η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία στις αρχές του Μεσοπολέμου για να βοηθήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας να καταλάβει την εξουσία στη Βουλγαρία, ο Ιβάν Μιχαήλωφ, ηγέτης της ΕΜΕΟ του Μεσοπολέμου για να επιβιώσει πολιτικά και τόσοι άλλοι. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν ότι η υπόθεση της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας ήταν ένα μέσο για να πετύχουν κάτι άλλο.
Ο Τίτο, ο οποίος ως νέος γενικός γραμματέας του ΚΚΓ από το 1937 είχε αναλάβει να υλοποιήσει την πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα Βαλκάνια, και η οποία, εκτός των άλλων, είχε αποδεχθεί την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» από το 1934, είδε την υπόθεση της δημιουργίας του «μακεδονικού έθνους» και της δημιουργίας «μακεδονικού κράτους» ως μέσο για να πετύχει την έξοδο της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο και την επιβολή της ισχύος τους στη Βαλκανική. Κατάφερε να επιβάλει την επιρροή του στα άλλα κομμουνιστικά κόμματα, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες τους. Τέτοιες ήταν η ήττα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά, η αναξιοπιστία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, που ουσιαστικά είχε «ανεχθεί» την πολιτική επέκτασης της Βουλγαρίας στη γιουγκοσλαβική κι ελληνική Μακεδονία (1941-1944), που είχε συντελεστεί με την ένταξη στον Άξονα, ζητώντας απλώς την πτώση της φασιστικής κυβέρνησης Φίλωφ και τη σχέση δορυφόρου που είχε το Αλβανικό Κομμουνιστικό Κόμμα από εκείνο της Γιουγκοσλαβίας.
Έτσι μπορεί το ΚΚΕ και το ΚΚΒ να μην έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την ιδέα του Τίτο για ένα «μακεδονικό» κράτος, όπου θα διαβιούσαν όλοι οι «Μακεδόνες» και το οποίο θα μετείχε ως ίσο στο γιουγκοσλαβικό -κομμουνιστικό- κράτος υπό τη στιβαρή ηγεσία του, αλλά δεν μπορούσαν να ασκήσουν άλλη πολιτική. Ο Τίτο αποτελούσε τον κύριο βοηθό του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού για επικράτηση στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, άρα ήταν αναγκασμένοι να προβαίνουν σε παραχωρήσεις απέναντι στο NOF και στην πολιτική του για την προώθηση του «μακεδονικού» εθνικισμού και δεν αντιδρούσαν στο μεγαλοϊδεατισμό που καλλιεργούσαν οι νέοι ηγέτες στα Σκόπια, περί ενιαίας Μακεδονίας.
Ταυτόχρονα ο Τίτο έχοντας την υποστήριξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του ίδιου του Στάλιν προωθούσε την ιδέα της δημιουργίας μιας μεγάλης κομμουνιστικής ομοσπονδίας στα Βαλκάνια, η οποία μάλιστα θα περιλάμβανε και τη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τα σχέδια του Τίτο, η Βουλγαρία θα συμμετείχε ως μια αυτόνομη σοσιαλιστική δημοκρατία μαζί με τις υπόλοιπες δημοκρατίες.
Οι τελικές συζητήσεις για τη δημιουργία της Νοτιοσλαβικής Ομοσπονδίας διεξήχθησαν στο γιουγκοσλαβικό θέρετρο Μπλεντ μεταξύ του Τίτο και του Γκιόργκι Δημητρώφ, ιστορικού ηγέτη του ΚΚΒ. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν στο Μπλεντ το 1947, οι Βούλγαροι αποδέχθηκαν την ένταξη της χώρας τους στη μεγάλη νοτιοσλαβική ομοσπονδία, αλλά η περιοχή της βουλγαρικής Μακεδονίας, το Πιρίν, επρόκειτο να προσαρτηθεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΛΔΜ, η οποία είχε δημιουργηθεί το 1944 ως ένα από τα ομόσπονδα κράτη της Γιουγκοσλαβίας). Μάλιστα προκειμένου να γίνει αυτό σταδιακά, οι κάτοικοι του Πιρίν βαφτίστηκαν «Μακεδόνες». Οι Βούλγαροι δάσκαλοι διατάχθηκαν να αποχωρήσουν και την εκπαίδευση των παιδιών ανέλαβαν δάσκαλοι από την περιοχή των Σκοπίων.
Τα σχέδια του Τίτο ανατράπηκαν το επόμενο έτος, όταν έχασε την υποστήριξη του Στάλιν κι εκδιώχθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή. Αμέσως η βουλγαρική κυβέρνηση, που ελεγχόταν από το ΚΚΒ, έσπευσε να καταγγείλει τις συμφωνίες του Μπλεντ, να δηλώσει ότι το Πιρίν αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βουλγαρίας και να διώξει όλους τους απεσταλμένους του Βελιγραδίου και των Σκοπίων από το Πιρίν. Για το ΚΚΒ και τη Βουλγαρία οι κάτοικοι του Πιρίν ήταν και πάλι μέρος του βουλγαρικού έθνους.
Το ΚΚΕ αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στην -απαραίτητη- υποστήριξη που παρείχε ο Τίτο στον αγώνα του ΔΣΕ για κατάληψη της εξουσίας και στο σεβασμό των αποφάσεων του Στάλιν. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ηγέτης του ΚΚΕ, επέλεξε τη συμπόρευση με τη Μόσχα και προχώρησε και σε εκκαθαρίσεις στο Κόμμα. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει ο Τίτο να βοηθά το ΚΚΕ. Προκειμένου να πυκνώσει τις γραμμές του ΔΣΕ με Σλαβομακεδόνες αντάρτες, να εξασφαλίσει την υποστήριξη του NOF και να αποσπάσει τους Σλαβομακεδόνες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον έλεγχο του Τίτο, η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ υιοθέτησε το σύνθημα της ενιαίας κι ανεξάρτητης Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας βαλκανικής κομμουνιστικής -και μη τιτοϊκής- ομοσπονδίας, σύνθημα που παρέμεινε σε ισχύ, παρότι δεν προπαγανδιζόταν ισχυρά, μέχρι το 1956.
Ο Τίτο ένιωσε περικυκλωμένος από κράτη ελεγχόμενα από κομμουνιστικά κόμματα πιστά στον Στάλιν. Μάλιστα το σύνθημα του ΚΚΕ μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα συνοχής στο εσωτερικό της ΛΔΜ. Για να επιβιώσει, προσπάθησε και πέτυχε να ελέγξει τις όποιες φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό και στην περίπτωση των νότιων συνόρων του ΚΚΜ και ταυτόχρονα να προσεγγίσει την ελληνική κυβέρνηση.
Η προσέγγιση έγινε τελικά με μεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας. Το Βελιγράδι δέχθηκε να μην προβάλλει αιτήματα σχετικά με τους Σλαβόφωνους στην Ελλάδα, από την άλλη όμως συνέχισε να αποδέχεται τους Σλαβόφωνους ως «μακεδονική» μειονότητα. Η ελληνική κυβέρνηση του κεντρώου Νικόλαου Πλαστήρα αποδέχθηκε το γεγονός ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν θα αναμειγνυόταν στις εσωτερικές υποθέσεις του ελληνικού κράτους, κι έτσι το Δεκέμβριο του 1950 οι δύο χώρες αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις. Το αίσθημα της παγίωσης της ασφάλειας απέναντι σε άλλα κράτη (κυρίως τη Βουλγαρία) οδήγησε τα δύο κράτη να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους τα επόμενα χρόνια και μάλιστα το Βελιγράδι δέχθηκε να περιορίσει την αλυτρωτική δραστηριότητα και τις εθνικιστικές κορόνες των Σκοπίων.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1953 υπογράφηκε στην Άγκυρα συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ στις 9 Αυγούστου του ίδιου έτους συνήφθη και μια αντίστοιχη στρατιωτική συμμαχία. Ήταν φανερό ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν διατεθειμένη να θάψει την πολιτική της στο Μακεδόνικο προς χάριν της ένταξης της στο διεθνές στερέωμα και να αποκρούσει τυχόν σχέδια της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της για ανατροπή του Τίτο.
Όμως ο Στάλιν πέθανε στις 5 Μαρτίου 1953. Οι διάδοχοι του προχώρησαν σε μια ταχεία βελτίωση των σοβιετογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Ως αποτέλεσμα η ρητορική της Σόφιας απέναντι στο Βελιγράδι και τα Σκόπια μειώθηκε σημαντικά, ενώ επήλθε προσέγγιση και στις θέσεις τους για το Μακεδονικό. Η ελληνική πλευρά παρακολουθούσε με προσοχή, αλλά χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες τις κυοφορούμενες αλλαγές.
Με την πάροδο των ετών οι αξιωματούχοι της ΛΔΜ προέβαιναν σε δηλώσεις περί ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και περί κακομεταχείρισης της από το ελληνικό κράτος. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης. Εκπρόσωπος της διαμαρτυρήθηκε από το βήμα της ελληνικής Βουλής, αλλά το γιουγκοσλαβικό υπουργείο Εξωτερικών κάλυψε πλήρως τα Σκόπια δηλώνοντας ότι αναγνωρίζει την ύπαρξη της συγκεκριμένης μει¬ονότητας στην Ελλάδα. Το 1962 οι σχέσεις των δύο κρατών έφθασαν σε οριακό σημείο. Το Δεκέμβριο του 1962 η ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε όταν οι δύο υπουργοί Εξωτερικών συμφώνησαν να παραμείνουν πιστοί στις θέσεις τους, αλλά να μην ανακινούν το Μακεδονικό Ζήτημα.
Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου προσπάθησε να αποκαταστήσει τις καλές σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία. Η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, καθώς κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Παπανδρέου στο Βελιγράδι, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση άφησε να διαρρεύσει στον Τΰπο ότι είχε θέσει προς την ελληνική πλευρά το θέμα της μειονότητας. Το Μακεδονικό Ζήτημα συνέχισε να δηλητηριάζει τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, ιδιαίτερα κατά τον πρώτο χρόνο της χούντας των συνταγματαρχών, οπότε το Βελιγράδι κατηγόρησε την Αθήνα για «γενοκτονία της "μακεδονικής" μειονότητας».
Όμως η επέμβαση των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968 φόβισε τον Τίτο, που προσπάθησε να καλλιεργήσει καλές σχέσεις με την Αθήνα, ώστε να εξασφαλίσει αν όχι συμμάχους, τουλάχιστον υποστηρικτές. Έτσι φρόντισε ώστε οι εκπρόσωποι του γιουγκοσλαβικού κράτους να είναι προσεκτικοί στις εκφράσεις τους και να μην προκαλούν την Αθήνα. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 1974, οπότε οι αρχές των ομόσπονδων δημοκρατιών απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη αυτενέργεια και ελευθερία έκφρασης στη διεθνή σκηνή.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα βοήθησε τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπέρμαχος μιας νέας πολιτικής για τα βαλκανικά θέματα, καλλιέργησε σχέσεις φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Οι ιθύνοντες των Σκοπίων προσπαθούσαν να θέσουν το θέμα εκ νέου, αλλά ο Τίτο δεν ήταν αρωγός, ενώ για την Ελλάδα το «Μακεδονικό Ζήτημα δεν υφίστατο».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου προσπάθησε να συνεχίσει και να εμβαθύνει τη βαλκανική πολιτική του Καραμανλή. Η νέα κυβέρνηση αποδέχθηκε το Δεκέμβριο του 1982 τον επαναπατρισμό όλων των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου, οι οποίοι ήταν «Έλληνες το γένος». Με αυτό τον τρόπο άφησε εκτός της διαδικασίας επαναπατρισμού όλους τους Σλαβομακεδόνες και τους απογόνους τους που είχαν πολεμήσει με τον ΔΣΕ στον Εμφύλιοή είχαν συμμετάσχει στο SNOF ή το NOF ή είχαν δηλώσει Σλαβομακεδόνες την εποχή που είχαν καταφύγει και ζούσαν στα Σκόπια. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια της γιουγκοσλαβικής πλευράς (κυρίως των ιθυνόντων στα Σκόπια και του αιγαιατικού λόμπι, δηλ. αυτών που κατάγονταν με κάποιο τρόπο από την ελληνική Μακεδονία). Η δυσαρέσκεια έγινε μεγαλύτερη από τις δηλώσεις του Παπανδρέου το 1986 περί μη ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα και μη ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» στα Βαλκάνια. Η δυσαρέσκεια εκφράστηκε με την απαντητική ανακοίνωση του συλλογικού Προεδρείου της Γιουγκοσλαβίας ότι οι δηλώσεις του Παπανδρέου αποτελούσαν μέρος μιας αντιγιουγκοσλαβικής εκστρατείας και ότι δεν συνέβαλαν στην ενίσχυση των διμερών σχέσεων.
Όμως εκείνο που χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1980 είναι ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα έφυγε από τα χέρια των κυβερνήσεων και κυρίως των υπουργείων Εξωτερικών και πέρασε στα χέρια της τοπικής κυβέρνησης στη ΣΔΜ, στο αιγαιατικό λόμπι (δηλ. σε όσους Σλαβομακεδόνες προέρχονταν από την Ελλάδα και είχαν εγκατασταθεί στη ΣΔΜ και τους απογόνους τους), καθώς και στις κοινότητες των Σλαβομακεδόνων του Καναδά και της Αυστραλίας.
Πράγματι στα τέλη της δεκαετίας του 1988 τον τόνο στο Μακεδονικό έδωσαν οι κινητοποιήσεις και οι διαδηλώσεις των Σλαβομακεδόνων της Αυστραλίας προς τον Έλληνα πρόεδρο Χρήστο Σαρτζετάκη κατά την επίσκεψη του εκεί, η «Συνάντηση των Παιδιών-Φυγάδων από τη Μακεδονία του Αιγαίου», επιθετικές εκπομπές από το Ράδιο Σκόπια σε όλες τις γλώσσες και ιδιαίτερα στα ελληνικά μέσα από το πρόγραμμα «Ράδιο Μπιλιάνα» και οιπροωθούμενες από την κυβέρνηση των Σκοπίων καταγγελίες κατά της Ελλάδας για «καταπίεση της μακεδονικής μειονότητας» στη σύνοδο για τα ανθρώπινα δικαιώματα της ΔΑΣΕ το 1990. Ήταν φανερό ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν σε εξέλιξη, θα έφερνε το Μακεδόνικο ξανά στην επικαιρότητα, αλλά σε άλλο επίπεδο σε σχέση με τα ώς τότε ισχύοντα.
Από την άλλη οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας γνώρισαν το ίδιο διάστημα πολλές μεταπτώσεις, αλλά ήταν λιγότερο πολύπλοκες και πιο εύκολα προβλέψιμες και αναγνώσιμες. Βασικά οι αλλαγές και οι μεταπτώσεις στις σχέσεις Μόσχας-Βελιγραδίου έφεραν αντίστοιχες αλλαγές και στις σχέσεις Σόφιας-Βελιγραδίου. Έτσι μετά τη βελτίωση των σχέσεων της Μόσχας με τον Τίτο το 1955 οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να αλλάξουν και πάλι πολιτική και να εμφανίσουν τους κατοίκους του Πιρίν, αντί για Βούλγαρους, όπως τους είχαν αναγνωρίσει μετά την καταγγελία της συμφωνίας του Μπλεντ, ως Μακεδόνες. Κι επιπλέον αναγνώρισαν την ύπαρξη «μακεδόνικου έθνους». Η επιδείνωση των σχέσεων της Γιουγκοσλαβίας με τη Μόσχα ύστερα από την επέμβαση στην Ουγγαρία, επέτρεψε στη Σόφια να αλλάξει και πάλι την πολιτική της και να «εξαφανίσει» τους Μακεδόνες από τη Βουλγαρία. Όμως ο γενικός γραμματέας του ΚΚΒ, Τοντόρ Ζίφκωφ, δέχθηκε σοβαρές πιέσεις για παραχωρήσεις προς τα Σκόπια το διάστημα 1963-1964 και 1975-1977.
Οι διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν σχεδόν δύο έτη απέτυχαν. Τα δύο μέρη μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων επικεντρώθηκαν όλο το 1978 στη δημοσίευση των δικών τους επίσημων θέσεων και σε κείμενα εργασίας του άλλου μέρους που σε πολλές περιπτώσεις το άφηναν έκθετο. Επίσης οι Βούλγαροι αποδύθηκαν σε μια εκστρατεία δημοσίευσης πολλών πηγών για το ιστορικό παρελθόν του Μακεδονικού Ζητήματος. Οι σχέσεις των δύο μερών παρέμειναν τεταμένες καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του1980, παρότι η Σόφια απέφυγε στα τέλη της δεκαετίας, όταν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία, να θέσει υπέρογκες αξιώσεις προς τα Σκόπια.
Από την άλλη η Σόφια αποδείχθηκε για την Ελλάδα πιο ειλικρινής συνοδοιπόρος από τη Γιουγκοσλαβία. Το 1964 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και ο γ.γ. του ΚΚΒ Τοντόρ Ζίφκωφ υπέγραψαν 12 συμφωνίες που περιείχαν και τον όρο ότι η Βουλγαρία δεν είχε καμιά εδαφική διεκδίκηση σε βάρος της Ελλάδας. Μάλιστα παρά το ψυχροπολεμικό κλίμα που δημιουργήθηκε με την έλευση στην Ελλάδα της Χούντας των Συνταγματαρχών, η Βουλγαρία συνέχισε να τιμά τις συμφωνίες που είχε υπογράψει.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Βουλγαρία βελτιώθηκαν ακόμη περισσότερο με τη Μεταπολίτευση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου συνέβαλαν στη βελτίωση του κλίματος φιλίας και στην αποφόρτιση του Μακεδονικού Ζητήματος καθώς άφησαν κατά μέρος τις επιφυλάξεις του NATO για την προσέγγιση με τη Βουλγαρία και τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια προσέγγιση στην ασφάλεια του Ατλαντικού Συμφώνου, και καλλιέργησαν προσωπικές σχέσεις με τον Ζίφκωφ. Ο Ζίφκωφ αποδείχθηκε αξιόπιστος συνομιλητής, καθώς η Βουλγαρία, παρότι ήταν δορυφόρος της Σοβιετικής Ενωσης, αποδεχόταν τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, δεν πρόβαλλε εδαφικές ή πολιτιστικές διεκδικήσεις και δεν ενθάρρυνε τις εκκλήσεις για αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας. Οι καλές σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας διατηρήθηκαν μέχρι την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία.

*Απόσπασμα από άρθρο με τον τίτλο «Το Μακεδονικό Ζήτημα και η Γιουγκοσλαβική Μακεδονία», σελ 130-136, που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «Μακεδονικό, περιπέτεια ενός ονόματος από το 1850 έως σήμερα», που διανεμήθηκε από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία την 27-2-1011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου