Ο Βενιζέλος της ήττας
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την προσπάθεια για την εθνική ολοκλήρωση του ελληνισμού, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της εποχής του. Προώθησε σε μεγάλο βαθμό την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος με βάση τα συμφέροντα των Ελλήνων. Η Συνθήκη των Σεβρών αναγνωρίζεται ως ένα προσωπικό του κατόρθωμα. Όμως η τελική συμβολή του στη απόπειρα χειραφέτησης των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής είναι αρνητική. Ο Βενιζέλος της ήττας αποτελείται από ένα σύνολο αποφάσεων και πράξεων που αύξησαν τις προϋποθέσεις της μικρασιατικής καταστροφής και οδήγησαν στην περιθωριοποίηση των ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών.
Ξεκινώντας το μικρασιατικό εγχείρημα, ο Βενιζέλος έκανε δύο βασικά λάθη: τοποθέτησε κατ’ αρχάς ως αρμοστή στη Σμύρνη τον Στεργιάδη, άνθρωπο των Βρετανών, ο οποίος υπήρξε ο κακός δαίμονας των Μικρασιατών και παρόλες τις εκκλήσεις τους για αντικατάσταση, επέμενε στην αρχική του απόφαση, την οποία –όλως περιέργως– αποδέχτηκαν και σεβάστηκαν οι βασιλικοί διάδοχοί του. Το δεύτερο βασικό λάθος του υπήρξε η υποτίμηση του ποντιακού κινήματος, ενός δυναμικότατου ελληνικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που δρούσε στη βόρεια Μικρά Ασία και απειλούσε άμεσα τις γραμμές εφοδιασμού των Κεμαλικών.
Το αίτημα των Ελλήνων του Πόντου
Αντιτάχθηκε κατ’ αρχάς στο αίτημα των Ελλήνων του Πόντου για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στις νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, για να συναντήσει τη σφοδρή αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Σφοδρή ήταν επίσης και η αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου που έδρευε στο Βατούμι, ενώ ο μητροπολίτης Χρύσανθος χαρακτήρισε τον Βενιζέλο “απληροφόρητο στο ζήτημα του Πόντου.” Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος. Οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις, ενώ ο Κεμάλ Ατατούρκ ολοκλήρωνε τη γενοκτονία του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού.
Η προκήρυξη εκλογών
Το τραγικότερο όμως λάθος του Βενιζέλου ήταν η προκήρυξη εκλογών εν μέσω πολέμου, χωρίς να υπάρχει καμιά τέτοια υποχρέωση. Στις 14 Νοεμβρίου 1920, στην κυβέρνηση ανέβηκε η αντιβενιζελική φιλοβασιλική παράταξη με τις ψήφους των κουρασμένων από τους πολύχρονους πολέμους Παλαιοελλαδιτών, των Τούρκων της Μακεδονίας, των Εβραίων, των Βουλγαροφρόνων και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Οι αντιβενιζελικοί πολιτεύτηκαν με αντιπολεμικά συνθήματα, συγκροτώντας μια ανίερη συμμαχία με τους Ελλαδίτες κομμουνιστές. Η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου ήταν ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: τον έστω και με τη βία εξαναγκασμό της Παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες. Όπως γράφει ο Γ. Βεντήρης: “Διότι η πλειοψηφία του λαού της Παλαιάς Ελλάδας, συστηματικώς εξαπατηθείσα, παραγνώριζε κατά βάση την πραγματικότητα... Δύο το πολύ εκατομμύρια προσώπων του παλαιού κράτους έκριναν την τύχη έξη εκατομμυρίων Ελλήνων των Νέων Χωρών και του αλύτρωτου Γένους”.Στα μεγάλα ιστορικά αινίγματα εντάσσονται τα κίνητρα του Βενιζέλου για προκήρυξη εκλογών. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι πίστευε πως θα κερδίσει, ως επιβράβευση για τις μεγάλες επιτυχίες που κατάφερε στον διπλωματικό τομέα. Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται ότι ήταν μια συνειδητή απόφαση για εύσχημη αποχώρηση από την πολιτική σκηνή, ώστε να απεκδυθεί από κάθε ευθύνη πιθανής κακής εξέλιξης στο Μικρασιατικό. Ο Νίκος Καζαντζάκης, συνεργάτης του Βενιζέλου, σε επιστολή του τον Δεκέμβριο του 1921, υποστηρίζει ευθέως ότι έκανε τις εκλογές γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει. Γράφει: “Άνθρωπος που μ’ επανάσταση κατάλαβε την αρχή και δικτατορικώς εκυβέρνησε τόσα χρόνια, Πώς; και Γιατί; θυμήθηκε το σύνταγμα και ενήργησε εκλογές αφού τόξερε πώς θα χάσει.” (Αρχείο Κώστα Τριαρίδη).Η εκτίμηση του Καζαντζάκη ισχυροποιείται με τη στάση Πόντιου Πιλάτου που κράτησε ο Βενιζέλος απέναντι στη Μικρασιατική Άμυνα –την οργάνωση των Ελλήνων της Ιωνίας– η οποία τον κάλεσε να μπει επικεφαλής ενός κινήματος σωτηρίας του μικρασιατικού ελληνισμού. Δεν αποδέχτηκε τον προτεινόμενο ρόλο, απέφυγε να συμβουλεύσει τους Μικρασιάτες για το σκόπιμο της ένοπλης αντιμετώπισης στην περίπτωση επαναφοράς του τουρκικού καθεστώτος στη Σμύρνη και το πλέον τραγικό: τους ζήτησε να απευθυνθούν στον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη. Όπως έγραψε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος στην τελευταία επιστολή του στον Ελευθέριο Βενιζέλο, λίγο πριν την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη: “...Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος αλλά και σύμπαν το ελληνικόν έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάσει και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος...”Ως αποτέλεσμα της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ξέσπασε, τον Σεπτέμβριο του 1922, η επανάσταση του Στρατού και του Στόλου εναντίον της κυβέρνησης Γούναρη με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα. Η ανατροπή της βασιλικής κυβέρνησης και η παρουσία ισχυρού ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη δημιούργησε ελπίδες ότι η καταστροφή δεν θα ήταν πλήρης. Οι μεγάλες δυνάμεις είχαν όμως αποφασίσει την παράδοσή της στους Κεμαλικούς. Ο Ελ. Βενιζέλος, τον οποίο οι επαναστάτες κάλεσαν να αναλάβει τη διακυβέρνηση, είχε ήδη αποδεχτεί την άποψη της Αντάντ για την Ανατολική Θράκη. Έτσι, συνέδεσε την επιστροφή του στην κυβέρνηση με την αποδοχή της Γαλλοβρετανικής άποψης από τους επαναστάτες. Στο τηλεγράφημα προς τους επαναστάτες έγραφε: “Η απώλεια της Ανατολικής Θράκης ήταν καταστροφή ανεπανόρθωτος... εφόσον αι Δυνάμεις απεφάσισαν την απόδοσίν της εις την Τουρκία. Η κυβέρνηση είναι ανάγκη τάχιστα να χαράξη την πολιτικήν της. Εάν η πολιτική αύτη περιλαμβάνη την απόφασιν να κρατήσωμεν την Θράκην και εναντίον της γνώμης των πρώην συμμάχων μας, αι θερμαί μου ευχαί θα συνοδεύουν τον αγώνα τούτον του Έθνους, αλλά ευρίσκομαι εν τοιαύτη περιπτώσει εις την θλιβεράν ανάγκην να αρνηθώ την αποδοχήν της τιμητικής εντολής όπως αντιπροσωπεύσω την χώραν εις το εξωτερικόν”.Έτσι έγινε αποδεκτή η συμφωνία των Μουδανιών και τα μεσάνυχτα της 1ης/14ης Οκτωβρίου 1922, ο ελληνικός στρατός άρχισε να αποχωρεί από την Ανατολική Θράκη, ακολουθούμενος από 250.000 νέους πρόσφυγες. Η Ελλάδα δεν έκανε ούτε το ελάχιστο για να διατηρήσει τον έλεγχό της σ’ αυτή την βασική περιοχή του ελληνισμού, ενώ είναι βέβαιο ότι ούτε τα κεμαλικά στρατεύματα μπορούσαν να διασχίσουν τον Ελλήσποντο και τα Δαρδανέλλια ούτε η Αντάντ να υποχρεώσει στρατιωτικά την Ελλάδα να αποχωρήσει. Η παράδοση της Ανατολικής Θράκης αποτελεί μια από τις πλέον λευκές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Η Λωζάννη και η αντιπροσφυγική συμπεριφορά
Ο Βενιζέλος έχει ήδη μετατραπεί σε ένα κλασικό Παλαιοελλαδίτη πολιτικό. Τίποτα πια δεν θυμίζει τον Βενιζέλο της κρητικής επανάστασης. Το μόνο του μέλημα είναι τα κρατικά συμφέροντα, όπως αυτός τα ερμηνεύει, ανεξαρτήτως αν γι’ αυτό πρέπει να θυσιαστούν ελληνικοί πληθυσμοί. Αγνοώντας πλήρως τους πρόσφυγες και τις οργανώσεις τους, υπέγραψε το 1923 στη Λωζάννη την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών – “μετανάστευση” ονομάσθηκε στα επίσημα κείμενα– και στη συνέχεια αποδύθηκε σε μια προσπάθεια μη αποζημίωσης των προσφύγων με βάση τις πραγματικές τους περιουσίες που εγκατέλειψαν στους γενέθλιους χώρους τους. Ειδικά στην εκλογική του περιφέρεια, εγκατέστησε πολύ λιγότερους πρόσφυγες από τους μουσουλμάνους που είχαν απελαθεί στην Τουρκία. Ο λόγος ήταν προφανής: Οι περιουσίες των μουσουλμάνων, που δικαιωματικά θα έπρεπε να μοιραστούν στους πολλαπλάσιους πρόσφυγες, χρησιμοποιήθηκαν από την εκλογική του πελατεία. Στη συνέχεια, και με μεσολαβητή τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο Βενιζέλος υπογράφει το 1930 την “Ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” παρά την έντονη αντίδραση των προσφύγων, τους οποίους απείλησε με διώξεις, με το γνωστό Ιδιώνυμο. Για να δείξει επί πλέον τα αισθήματά του προς την Τουρκία, ο Βενιζέλος προτείνει τον Κεμάλ Ατατούρκ για Νόμπελ Ειρήνης. Οι μεγάλοι χαμένοι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν οι πρόσφυγες. Οι περιουσίες τους ισοψηφίστηκαν, παρότι δεκαπλάσιας αξίας, με αυτές των μουσουλμάνων που ανταλλάχθηκαν. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία.Η αντιπροσφυγική συμπεριφορά του Βενιζέλου συνεχίστηκε με την απαγόρευση καθόδου στην Ελλάδα, το 1930, των προσφύγων με ελληνική υπηκοότητα από τον μικρασιατικό Πόντο, που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση και υπόκειντο στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης. Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης και του Ελ. Βενιζέλου καταγγέλθηκε ως αντισυνταγματική τον Ιανουάριο του 1931 από τη γενική συνέλευση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων και χαρακτηρίστηκε “σκληρή, παράνομη, αντεθνική και απάνθρωπη”. Ζήτησαν επίσης να αναλάβει η Ελλάδα την υποστήριξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Ρωσίας και να ζητήσει αποζημιώσεις για τις τεράστιες ελληνικές περιουσίες που είχαν δημεύσει οι Σοβιετικοί. Η άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης είχε τραγικές επιπτώσεις στους Έλληνες που κατοικούσαν στη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν περιπτώσεις άρνησης έκδοσης διαβατηρίων από την Ελληνική Πρεσβεία σε πρόσφυγες που ήταν υπό εκτόπιση στη Σιβηρία ή στην Κεντρική Ασία. Η πολιτική αυτή εγκλώβισε στη Σοβιετική Ένωση δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τον μικρασιατικό Πόντο. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που η ελληνική εθνότητα θρήνησε τόσο μεγάλο αριθμό (50.000) θυμάτων την περίοδο των μεγάλων σταλινικών διώξεων του 1937-1938.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου