Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη
Η εκτέλεση των πέντε
Όταν φτάσαμε στα χωριά (τέλη Ιουλίου-Aρχές Αυγούστου) ο κόσμος που είχε μείνει εκεί ανάσανε. Φτάσαμε και στο Σκαλοχώρι όπου βρήκαμε τμήματα του ΕΛΑΣ που είχαν πάρει εντολή να έρθουν από το Βίτσι στα Καστανοχώρια, τα οποία δεν είχαν δεχθεί επίθεση. Αρχηγός ήταν ο έφεδρος αξιωματικός Ριζόπουλος από τη Λάγγα. Στο Σκαλοχώρι όμως επικεφαλής του τμήματος ήταν ο Μιχάλης Πάντσιος, κομματικό στέλεχος από το Δισπηλιό Καστοριάς. Μου είπαν ότι ήρθαν να συλλάβουν τους: Παπαθανασίου Μιλτιάδη, δάσκαλο, τον Δαΐτση Κων/νο, τον Μαρόπουλο Βασίλη, τον Τασόπουλο Αριστείδη, γεωργό. Για τους άλλους δεν έκαναν λόγο.
Θεωρώ αναγκαίο να καταθέσω ό,τι ξέρω χωρίς να αποκρύψω τίποτα απολύτως γιατί είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα που δίχασε το χωριό και μέχρι σήμερα ύστερα από 60 χρόνια παραμένει πρόβλημα. Ρώτησα, λοιπόν, γιατί να συλληφθούν. Μου είπαν ότι έβριζαν τον ΕΛΑΣ επειδή ξαναέκαψαν το χωριό οι Γερμανοί και ότι είχαν συνδεθεί με αντιδραστικές οργανώσεις. Αντέδρασα έντονα και είπα κατηγορηματικά όχι. Τότε μου είπαν ότι απλά θα τους κάνουν συστάσεις για να είναι προσεκτικοί. Δεν με έπεισαν αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ. Οι άλλοι πολιτικοί υπεύθυνοι του χωριού έλειπαν. Θέλησα να τους ειδοποιήσω να φύγουν με κίνδυνο να με εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούσα. Εκείνη την ώρα πέρασε η αδελφή μου η Μαριγούλα και με ρώτησε τι συμβαίνει. Της λέω «μη ρωτάς, πες τον κουνιάδο σου το Βασίλη Μαρόπουλο να φύγει». Τον ειδοποίησε και τον έσωσε. Το τμήμα μου έκανε συλλήψεις των παρακάτω: Παπαθανασίου Μιλτιάδη, Δαΐτση Κων/νο, Τασόπουλο Αριστείδη, Τζανίδη Στέργιο που είχε αδελφό ΕΛΑΣίτη το Νίκο, Ζαχαριάδη Δημήτρη που είχε δυο γιούς στελέχη του ΕΛΑΣ επιστήμονες γεωπόνους, το Χρήστο και τον Κορνήλιο και Μάγκα Κων/νο, γαμπρό από θυγατέρα του Δημήτρη. Γιατί; Διότι κάποιοι χωριανοί κατήγγειλαν το Ζαχαριάδη Δημ. ότι τους έκλεψε τα ρούχα και πράγματα που είχαν κρύψει από τους Γερμανούς και τον γαμπρό του γιατί διαμαρτυρήθηκε έντονα. Για τους τελευταίους δεν ήξερα τίποτε. Έμαθα την άλλη μέρα.
Μόλις έφυγαν οι ΕΛΑΣίτες έφτασε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ Παπαγιαννόπουλος Βασίλης και άλλοι. Όταν του είπα τι συνέβη αυτός έντρομος μου λέει «θα τους σκοτώσουν». Έμεινα έκπληκτος. Μου λέει «νά πάμε να προλάβουμε το έγκλημα». Αρνήθηκα γιατί δεν είχα καμιά ανάμειξη. Έφυγε για το Αρχηγείο, δεν ξέρω μαζί με ποιον και συναντήθηκαν με το Ριζόπουλο ο οποίος τους υποσχέθηκε ότι είναι όλοι καλά και ότι εστάλησαν στο Αρχηγείο, ενώ όλοι είχαν εκτελεστεί εκτός από τον Τζανίδη Στέργιο γιατί κάποιος από τους αντάρτες επενέβη μαρτυρώντας ότι είχε αδελφό αντάρτη.
Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα «γιατί αυτούς». Η εξήγηση που δίνω εγώ –και είναι αποτέλεσμα πολύχρονης σκέψης– είναι η εξής: το Φλεβάρη του 1943 ξέσπασε η Επανάσταση κι αυτοί, δηλ. ο Παπαθανασίου και ο Δαΐτσης, πήραν ως έφεδροι αξιωματικοί ενεργό μέρος. Όταν όμως αργότερα έγινε γνωστό ότι ηγετικό ρόλο στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ είχε το ΚΚΕ και μετά τα γεγονότα του Νεστορίου και του Αυγερινού αυτοί ψυχράθηκαν και αποσύρθηκαν και πολλές φορές αντιδρούσαν φραστικά.
Ο τρόπος όμως που λειτουργούσε το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ εξηγεί το γεγονός. Οι τρεις τους, ο γραμματέας του ΚΚΕ, ο γραμματέας του ΕΑΜ και ο στρατιωτικός υπεύθυνος σε μηνιαία βάση έκαναν έκθεση προς την περιφερειακή επιτροπή του ΚΚΕ και ειδικά για τη στάση και τη δράση όλων όσοι αποτραβήχτηκαν από το ΕΑΜ. Τι έγραψαν δεν μπορώ να ξέρω, ήταν απόρρητα. Πάντως δεν έγραφαν κολακευτικά λόγια. Έτσι όταν η Περιφερειακή Επιτροπή Ν. Καστοριάς έδωσε εντολή στο Ριζόπουλο να φύγει από το Βίτσι και να επιστρέψει στα Καστανοχώρια έδωσε και στοιχεία για τη δράση όλων αυτών με τα οποία η ίδια η επιτροπή είχε ενημερωθεί και είχε σχηματίσει τη δική της γνώμη.
Έτσι συνέλαβαν και εκτέλεσαν τους πέντε. Ήταν μια εγκληματική ενέργεια που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τίποτα.
Στον ΕΛΑΣ
Η "Πρώτη Αιγαιακή Ταξιαρχία Κρούσης" από σλαβομακεδόνες που προέρχονταν από την Ελλάδα |
Η υποδειγματική διμοιρία ακολουθώντας το σύνταγμα μπήκε στο Άργος Ορεστικό, στην Καστοριά και μέσω Βασιλειάδας-Σκλήθρου έλαβε θέση μάχης στις παρυφές του χωριού Φανός έξω από το Αμύνταιο. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν προς Φλώρινα-Μπιτόλια (Μοναστήρι). Έχοντας θέση μάχης στα Αμπέλια του Φανού παρατηρώ μια φάλαγγα αυτοκινήτων να κινείται από Πτολεμαΐδα-Ροδώνα προς Αμύνταιο. Ήταν απόγευμα και τότε λέω στους μαχητές «πού είναι η Αγγλική αεροπορία;». Ειλικρινά, δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και δυο βομβαρδιστικά φάνηκαν πάνω από το Λέχοβο με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Με κάθετες εφορμήσεις σμπαράλιασαν τη φάλαγγα. Όσοι πρόλαβαν μπήκαν όπως-όπως στο Αμύνταιο. Παίρνω διαταγή και επιτίθεμαι από το χωριό Ροδώνα προς το δρόμο για Πτολεμαΐδα-Φιλώτα-Αμύνταιο. Πέντε οι νεκροί και πολλά αυτοκίνητα λάφυρα. Για την επόμενη επίθεση στο Αμύνταιο παραθέτω σχετικό δημοσίευμα από την εφημερίδα των πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη το οποίο συμπεριλήφθηκε στο Ντοκουμέντο του περιοδικού της Εθνικής Αντίστασης. Ύστερα πιάσαμε θέσεις μάχης έξω από τη Φλώρινα και η διμοιρία μου στο χωριό Κότορι (Κάτω Υδρούσα). Αυτά γίνονται το Φθινόπωρο του 1944.
Ακριβώς αυτόν τον καιρό εκδηλώθηκε ανταρσία στο τάγμα του Γκότσε που αποτελούνταν από Σλαβομακεδόνες. Το σύνταγμα πήρε εντολή να χτυπήσει και να διαλύσει το τάγμα του Γκότσε. Έτσι το σύνταγμα μαζί και η υποδειγματική διμοιρία κινήθηκαν προς Πρέσπες και συγκεκριμένα ώς τα χωριά Λαιμό και Άγιο Γερμανό. Όμως δεν πήραμε επαφή με το τάγμα Γκότσε γιατί μπήκε στη Γιουγκοσλαβία. Έτσι επιστρέψαμε στη Φλώρινα και πήραμε μέρος στην επίθεση για την απελευθέρωση της πόλης. Μετά την απελευθέρωση κάναμε μια μεγαλειώδη παρέλαση. Η διμοιρία μου αριθμούσε 75 μαχητές.
Εκείνες τις μέρες πήρα τριήμερη άδεια για να πάω στους γονείς μου και στο χωριό μου, το Σκαλοχώρι. Εκεί την επομένη παίρνω τηλεγράφημα να παρουσιαστώ στην Κοζάνη όπου είχε μεταφερθεί το 28ο σύνταγμα ως γραμματέας του φρουραρχείου στο ξενοδοχείο Ερμιώνειο. Φρούραρχος ήταν ο γραμματέας του ΚΚΕ του 28ου συντάγματος Δρόσος από το Τσούρχλι Γρεβενών. Στην ουσία όμως ήμουν φρούραρχος λόγω φόρτου εργασίας του Δρόσου. Στο Βαθύλακκο δρούσε ακόμη ο συνεργάτης των Γερμανών Μιχάλ Αγάς. Σε λίγες μέρες έγινε επίθεση του ΕΛΑΣ και διαλύσαμε τους ΠΑΟτζήδες του.
Είναι τέλη Νοέμβρη και αρχές των Δεκεμβριανών στην Αθήνα. Παίρνουμε δρακόντεια μέτρα στο φρουραρχείο. Φρουρείται από μια πάνοπλη διμοιρία ΕΛΑΣιτών με διμοιρίτη τον Π. Βαγενά, μετέπειτα στρατηγό του ΔΣΕ και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Για τα Δεκεμβριανά έχουν γραφεί πολλά και από υπεύθυνα άτομα. Τότε ήταν δύσκολο για μας τους απλούς μαχητές να έχουμε γνώμη για τα τεκταινόμενα. Σήμερα όμως, που έγιναν γνωστά πολλά γεγονότα, είναι ευκολότερο να πούμε και μεις τη δική μας γνώμη. Είναι γεγονός ότι τα Δεκεμβριανά τα προκάλεσαν εν ψυχρώ οι Άγγλοι (Τσόρτσιλ και Σκόμπη). Προσπάθησαν να μας σπρώξουν στον Εμφύλιο γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να μας διαλύσουν και το πέτυχαν.
Τι έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να κάνει η άπειρη καθοδήγηση του κινήματος; 1ον. Να σφίξει την καρδιά της, να θάψει τα θύματά της αλλά να μη δώσει εντολή στον ΕΛΑΣ να μπει στην Αθήνα. Ο ΕΛΑΣ ύστερα από το μεγάλο λάθος της Καζέρτας αφού είχε τεθεί οικειοθελώς υπό τις διαταγές του Σκόμπη δεν έπρεπε να μπει στην Αθήνα. Εκεί βρίσκονταν τμήματα πολιτοφυλακής. 2ον. Να καταγγείλει τους Άγγλους ως νέους κατακτητές και να αναγκάσει και το Στάλιν να πάρει θέση, έστω κι αν είχε προηγηθεί η Συμφωνία της Γιάλτας (η δημοσίευση απόρρητης αλληλογραφίας μεταξύ Στάλιν, Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ φωτίζει αρκετά το θέμα). Και 3ον. Να δώσει εντολή στην ομάδα μεραρχιών της Μακεδονίας να χτυπήσουν και να διώξουν τους Άγγλους από το Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης. Αντίθετα τα τμήματα αυτά πήραν διαταγή να κινηθούν και να διώξουν το Ζέρβα από την Ήπειρο. Έτσι το 28ο σύνταγμα, το 27ο, το 53ο και άλλα τμήματα κινήθηκαν προς Γιάννενα. Το 28ο, στις 6-12-44, κινήθηκε από Κοζάνη, Σιάτιστα, Γρεβενά, Μηλιά προς Μέτσοβο, Χάνι της Μπαλντούμας, Δρίσκο. Επιτέθηκε στο Δρίσκο-Μιτσικέλι στα τμήματα του Ζέρβα. Το πρωί τα τμήματα μπήκαν στο χωριό Κουτσαλιό. Ενώ από βορρά (Καλπάκι) μπήκαν στα Γιάννενα τα τμήματα του Υψηλάντη. Ο Ζέρβας υποχώρησε προς το αρχηγείο του στα Δερβίζιανα τα οποία, την επόμενη μέρα, καταλάβαμε αμαχητί. Μόνον τα κανόνια των αγγλικών πλοίων από τα ανοιχτά της Πρέβεζας μας κανονιοβολούσαν ώσπου να πάρουν όλους τους Ζερβικούς και να τους μεταφέρουν στην Αθήνα όπου και παίζονταν το παιχνίδι.
Έτσι εμείς συνεχίσαμε να κινούμαστε πεζή προς Αθήνα. Από Δερβίζιανα, Λάκκα, Σούλι, Κοιλάδα Λούρου, Φιλιππιάδα, Άρτα, Κομπότι, Αμφιλοχία, Αιτωλικό. Εκεί παραμείναμε αρκετές ημέρες εν αναμονή διαταγής για να κινηθούμε προς Αθήνα, πιθανόν μέσω Ρίου-Αντιρρίου και Πάτρας.
Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συμφωνία της Βάρκιζας κι έτσι πήραμε εντολή να κινηθούμε προς Γιάννενα, Κόνιτσα, Σιάτιστα, Κοζάνη και να παραδώσουμε τον οπλισμό. Ο χειμώνας, τα χιόνια αλλά προπαντός η απογοήτευση της ήττας μάς έκανε σκυθρωπούς. Παρόλα αυτά η υποδειγματική διμοιρία δεν έχασε τη ζωντάνια της κι έβρισκε χρόνο να οργανώνει γλέντια, όπως αυτό στα Γιάννενα, όπου μείναμε για λίγες μέρες για ξεκούραση. Το 28ο σύνταγμα μαζί και η υποδειγματική διμοιρία παραδώσαμε τον οπλισμό στη Σιάτιστα και επιστρέψαμε στα χωριά μας, στην πολιτική ζωή. Εγώ στο Νομαρχιακό Συμβούλιο Καστοριάς.
Αντιμέτωποι με τους παρακρατικούς
Τα πράγματα δυσκολεύουν όμως, οι παρακρατικές οργανώσεις οργιάζουν. Προσπαθούν παντοιοτρόπως να μας εκδικηθούν γιατί πολεμήσαμε τους Γερμανούς μα προπαντός τους ντόπιους κομιτατζήδες και Παοτζήδες. Ένα μαζικό συλλαλητήριο που κάναμε στην Καστοριά το Μάρτη-Απρίλη δεν άλλαξε την κατάσταση. Ο χωριανός μου, δάσκαλος, έφεδρος ανθ/γός Παπαθανασίου, διοικητής λόχου του ΕΛΑΣ, οργανώνει παρακρατική ομάδα και ετοιμάζεται να εκδικηθεί την εκτέλεση των πέντε χωριανών μας από τον ΕΛΑΣ μεταξύ των οποίων και ενός πρώτου εξαδέλφου του του δασκάλου Μιλτιάδη Παπαθανασίου.
Έτσι την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής του 1945 χαράματα με ένα λόχο παρακρατικών κυκλώνει το χωριό μας. Σκοπός του να συλλάβει και να τιμωρήσει (εκτελέσει) τους υπεύθυνους των αντιστασιακών οργανώσεων του χωριού και ιδιαίτερα τους: Βασ. Παναγιωτόπουλο, γραμμ. του ΕΑΜ, Κωστόπουλο Τάκη (εμένα), στέλεχος του Νομ. Συμβουλίου της ΕΠΟΝ Καστοριάς, Θωμά Σιωμάδη, Επονίτη και στέλεχος του ΚΚΕ, Βρατμήρα Τέλη, ταγματάρχη του ΕΛΑΣ, Δαΐτση Νικόλα, γραμμ. του ΚΚΕ του χωριού, Δημοσθένη Γιωτόπουλο, περιφερειάρχη του ΕΑΜ Πευκοχωρίων, Ζησόπουλο Γιώργο, πρώην κομματικό γραμματέα του χωριού. Όλοι οι παραπάνω τις νύχτες κρυβόμασταν σε διάφορα μέρη του δάσους γιατί περιμέναμε αυτές τις ενέργειες. Εκείνο το βράδυ εγώ είχα πυρετό και δεν πήγα στο δάσος αλλά σε γειτονικό σπίτι (του Στέργιου Μαρόπουλου). Είχα συνεννοηθεί με το Θωμά το πρωί να πάμε σε μια σύσκεψη στο Χιλιόδενδρο. Έτσι ανύποπτος όπως γύριζε τα χαράματα τον περίμεναν και τον έπιασαν. Σε μια στιγμή βρήκε μια ευκαιρία και τους ξέφυγε. Τότε έβαλαν με τα πολυβόλα, δεν τον πείραξαν, αλλά τον συνέλαβαν. Στα γρήγορα ντύνομαι γυναίκα και βγαίνω από το σπίτι που ήταν στην άκρη του χωριού και μπαίνω σ’ ένα αμπρί που χρησιμοποιούσαμε στην Κατοχή για να κρύβουμε τα υπάρχοντά μας. Αυτό ήταν του θείου μου Σταύρου Κωστόπουλου. Εκεί έμεινα ως το απόγευμα οπότε έφυγαν κι έτσι σώθηκα από βέβαιο θάνατο.
Το λέω αυτό γιατί το Θωμά το Σιωμάδη, τον Αριστοτέλη, τον αδελφό μου κι άλλους πολλούς που δεν κατηγορήθηκαν για τίποτα τους έκαναν μαύρους στο ξύλο. Ενώ εμένα έστω και τελείως αβάσιμα με κατηγορούσαν ως ηθικό αυτουργό της εκτέλεσης των πέντε. Ένας δε, ο Τζανίδης Στέργιος, διέδιδε ότι με είδε που τους σκότωσα με τα παλούκια, κι αυτό ώς το 1983 οπότε υποχρεώθηκε να ανακαλέσει.
Να μείνουμε άλλο στο χωριό ήταν αδύνατο. Προσπάθησα να φύγω στη Γιουγκοσλαβία, μάταια. Οι Γιουγκοσλάβοι ζητούσαν χαρτιά από την κομματική επιτροπή Καστοριάς, αλλά ο γραμματέας εξαφανίστηκε. Η μόνη λύση ήταν να φύγουμε προς Θεσσαλία. Έτσι στις αρχές Ιούνη του 1945 μια ομάδα κυνηγημένων, Δαΐτσης Ν., Βρατμήρας Τέλης, Γιωτόπουλος Δημ., Βεκιάρης Μιλτιάδης, Κωστόπουλος Τάκης, Κωστόπουλος Θανάσης (ο αδελφός μου) πήραμε το δρόμο πεζή για τα Τρίκαλα και καταλήξαμε στο χωριό Μεγαλοχώρι (Μπουχούνιστα). Σχηματίσαμε μια ομάδα τεχνιτών κι αρχίσαμε τις οικοδομές. Ηρεμήσαμε κάπως αλλά κι εδώ οι παρακρατικοί οργίαζαν, ο Σούρλας πιο πέρα στο Μεγαλοχώρι, ο Μπιζής, ο οποίος μάλιστα σκότωσε εν ψυχρώ έναν συγχωριανό του μέσα στο καφενείο του χωριού. Κι εδώ όμως πολλοί κρύβονταν στα χωράφια.
Μια παρένθεση. Το Μάη του 1945 εγώ κι ο φίλος μου ο Δημ. Γιωτόπουλος πήραμε εντολή από τη Ν.Ε. Καστοριάς να επισκεφτούμε τα Πευκοχώρια, Λάγγα, Βράχο, Κυψέλη, Κοτύλη, Πευκόφυτο, Χρυσή, Αετομηλίτσα, Γράμμουστα, Πεύκο κ.λπ. για να στηρίξουμε τις γνωστές τώρα ανοησίες ότι η Συμφωνία της Βάρκιζας είναι νίκη, ότι γρήγορα τα πράγματα θα αλλάξουν κι ότι κανείς δεν πρέπει να ακολουθήσει τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος κινούνταν προς Βορρά, προς Αλβανία.
Τον καιρό εκείνο στην Καστοριά είχαν έρθει τμήματα μαυροσκούφηδων του Ελληνικού στρατού που άρχισαν να οργανώνονται βασικά από δωσίλογους.
Συνάντηση με τον Άρη
Φτάσαμε, λοιπόν, στο χωριό Κοτύλη γνωστό από το ύψωμα πύργος ή Χάρος. Μόλις μπήκαμε στο χωριό πέσαμε σε μαυροσκούφηδες, τα χάσαμε και λέμε, μας έπιασαν. Όταν όμως άρχισαν να τραγουδούν το «ξαναζωντάνεψε τ’ αρματολίκι» καταλάβαμε ότι ήταν ο Άρης, ο θρυλικός καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Σε λίγο έφτασε κι ο ίδιος συνοδευμένος από δυο αντάρτισσες, την Τούλα και τη Δέσπω. Συστηθήκαμε. «Ξέρω, ξέρω», μας λέει, «ήρθατε να πείτε τα γνωστά περί νίκης και πως δεν πρέπει να με ακολουθήσει κανείς. Αλλά να σας ρωτήσω· μπορείτε να πάτε στην Καστοριά;» «Όχι», του λέμε, «θα μας πιάσουν». «Τότε γιατί είναι νίκη η Συμφωνία τη Βάρκιζας;» Κόκαλο εμείς. «Πάμε», μου λέει, «να συζητήσουμε στο σπίτι του παπά». Εμείς συνεσταλμένοι όπως ήμασταν πώς να συζητήσουμε μ’ έναν κολοσσό γνώσεων, όπως ήταν αυτός. «Θα κάνουμε γνικίσιο (γυναικείο) λογαριασμό» μας λέει· «1 αυγό κάνει 1,5 δραχμή, 2 αυγά 3 δραχμές. Θα θυμώσει η Τούλα που λέω γνικίσιο λογαριασμό».
Πραγματικά, ήταν ανεκτίμητη εμπειρία η συζήτησή μας με τον Άρη, γιατί μπήκαμε στην ουσία των γεγονότων. Εμείς λίγες φορές κάναμε παρέμβαση. Μας είπε ότι αυτοί εκεί κάτω, εννοώντας τη καθοδήγηση, μας πρόδωσαν. Εξαιρούσε το Σαράφη που τον χαρακτήρισε εξαίρετο άνθρωπο. Ήταν ενάντια στις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας, των Δεκεμβριανών όπως έγιναν με επιστέγασμα τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Μας είπε ότι αυτός έδωσε εντολή να κρυφτούν τα όπλα για να χρησιμοποιηθούν όχι τώρα, μα όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Γι’ αυτό δεν θέλει να τον ακολουθήσει κανείς, του φτάνουν τα 45 παλικάρια που έχει τώρα μαζί του. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Ζαχαριάδη και τον Στάλιν. Γι αυτό μας είπε χαρακτηριστικά: «θα φτάσω μέχρι τον Στάλιν κι αν και αυτός μου πει πως δεν έχω δίκαιο θα σφαγώ, αφού σφαχτούν όλα τα παλικάρια». Στη συζήτηση παραβρισκόταν και ο Τζαβέλας. Την άλλη χωρίσαμε εμείς για την έδρα μας κι αυτός για το χωριό Καληβρύση με κατεύθυνση την Αλβανία για να συναντηθεί με τον Χότζα και από κει με τον Στάλιν. Μάθαμε αργότερα ότι στο χωριό Καληβρύση έγινε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ του Άρη και τμημάτων χωροφυλακής και στρατού. Ο Άρης δεν πήγε στην Αλβανία ούτε επιχείρησε συνάντηση με τον Στάλιν. Τι συνέβη; Ο Άρης επέστρεψε στα Τρίκαλα.
Εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει ο Ζαχαριάδης μέσω Αγγλίας από το Νταχάου όπου κρατούνταν. Ο Άρης απ’ ό,τι μας είχε πει, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι ο Ζαχαριάδης θα τον δικαίωνε για τη στάση του, γι’ αυτό και επέστρεψε στη Θεσσαλία να είναι πιο κοντά στην Αθήνα. Οι κρατικοί και παρακρατικοί δεν τολμούσαν να τον χτυπήσουν πριν εκδηλωθεί ο Ζαχαριάδης. Το κίνημα ήταν ακόμη πολύ γερό στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη. Η ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ υπό το Νίκο Ζαχαριάδη του έδωσε τη χαριστική βολή.1
Για το θάνατο του Άρη προσωπικά έχω να καταθέσω τα εξής: ένα πρωί –θα πρέπει να ήταν Δευτέρα– μαζί με άλλους πήγα στα Τρίκαλα από το Μεγαλοχώρι για ψώνια. Στην είσοδο της πόλης συναντήθηκα με το χωριανό μου Μιλτιάδη Μπεκιάρη που είχε εγκατασταθεί για δουλειά στη Ζούζουλη. «Τάμαθες;», μου λέει, «το κεφάλι του Άρη και του Τζαβέλα είναι κρεμασμένα στο τηλεγραφόξυλο στη γέφυρα, στο κέντρο της πόλης». Ούτε κεραυνός να με χτυπούσε δεν θα ένιωθα έτσι.
Πράγματι σε μια σανίδα σε τηλεγραφόξυλο από τη μια και την άλλη μεριά κρέμονταν τα δυο κεφάλια, του Άρη και του Τζαβέλα. Οι κρατικοί και παρακρατικοί που είχαν πάρει μέρος στην επιχείρηση γλεντοκοπούσαν και έδινε ο καθένας τη δική του εκδοχή για τα συμβάντα.
Να τι άκουσα εγώ· ένας έλεγε ότι τον σκότωσε αυτός. Άλλος με το όνομα ή το ψευδώνυμο Βόδας ήταν πιο πειστικός και περιέγραφε τα γεγονότα όπως έγιναν. Την προηγούμενη μέρα εκεί στο Περτούλι είχε γίνει μια συμπλοκή μεταξύ του Άρη και των κυβερνητικών-παρακρατικών με αποτέλεσμα το τμήμα του Άρη να χωριστεί σε δυο μέρη που τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Είχαν συνεννοηθεί από πριν πώς θα αντάμωναν σε περίπτωση που θα απομακρύνονταν. Ο Άρης, ο Τζαβέλας και μερικοί άλλοι πλησίασαν ένα βοσκό και του είπαν να πάει στο συμφωνημένο μέρος ένα σημείωμα. Ο βοσκός δέχθηκε αλλά ζήτησε να πάρει μαζί του και τον ανήλικο γιο του και τον πήρε. Αυτό ήταν και το τραγικό λάθος του Άρη. Ο βοσκός αντί να πάει στο καθορισμένο μέρος πήγε και τον πρόδωσε. Τον κύκλωσαν και τότε, κατά την εκδοχή του Βόδα, ο Τζαβέλας είπε στον Άρη· «Άρη, σου είπα να μην έρθουμε εδώ». Έβγαλε μια χειροβομβίδα μιλς και έβαλαν τέλος στη ζωή τους. Τότε οι παρακρατικοί έβαλαν έναν από τους συντρόφους τους να τους κόψει τα κεφάλια. Αργότερα στις φυλακές αυτός θα τραβήξει τα πάνδεινα από τους συντρόφους του απομονωμένος για την πράξη του αυτή.
Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του γενναίου καπετάνιου του ΕΛΑΣ. Μ’ αυτά που γράφω δε θέλω να δικαιολογήσω την απόφαση του Άρη για δεύτερο γύρο. Όποτε και να γινόταν ήταν καταδικασμένος, όπως έδειξε η μετέπειτα πορεία. Ίσως κι ο Άρης να άλλαζε ταχτική αν ήταν ενημερωμένος για όσα είχαν λάβει χώρα στη Γιάλτα, στη Μόσχα ή όπου αλλού συναντιόταν η Ρωσο-αγγλο-αμερικανική διπλωματία. Όλα αυτά συνέβησαν τον Ιούλιο του 1945.
Στις 28-8-1945 εγώ κι ο αδελφός μου φύγαμε από το Μεγαλοχώρι και επιστρέψαμε πεζή στο χωριό μας. Ο αδελφός μου μπήκε νύχτα στο χωριό χωρίς να γίνει αντιληπτός από τους χωροφύλακες –υπήρχε τότε σταθμός χωροφυλακής. Εγώ έμεινα έξω στο δάσος κρυμμένος γιατί καταζητούμουν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Σε μια σύσκεψη που έγινε το 1995 για τις κοινές εκδηλώσεις μεταξύ ΣΥΝ, ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Άρη στο ξενοδοχείο Τιτάνια στην Αθήνα όπου παραβρέθηκα, μερικοί υποστήριξαν, όπως ο Ηλίας Αρμάγος, ότι η ανακοίνωση αυτή βγήκε μετά το θάνατο του Άρη. Οι περισσότεροι υποστήριζαν το αντίθετο. Η σύσκεψη πάντως είχε θετικά αποτελέσματα και οι εκδηλώσεις έγιναν ενωτικά.
Θεσσαλονίκη, «σύλληψις ληστού»
Σε λίγες μέρες ξεκίνησα για Θεσσαλονίκη άρρωστος από ελονοσία και με υψηλό πυρετό. Πήγα ποδαρόδρομο ώς τα Γρεβενά κι από κει με αυτοκίνητο στη Θεσσαλονίκη. Εδώ η κατάσταση ήταν υποφερτή, το κόμμα νόμιμο, η οργάνωση δούλευε, τα γραφεία λειτουργούσαν. Υπήρχε όμως κίνδυνος να συλληφθώ. Γι’ αυτό πέρασα για λίγο στην παρανομία. Με τη βοήθεια του φίλου μου ΕΛΑΣίτη Σιωμάδη Δημήτρη έπιασα δουλειά σ’ έναν συγγενή του εργολάβο, τον Καλό. Πήγα στο χωριό Παζαρούδα (Απολλωνία) στη λίμνη του Λαγκαδά κι εκεί με ένα συνεργείο από γύφτους έκοβα καλάμια, τα φόρτωνα σε βαγόνια και τα έστελνα στο Λαγκαδά όπου ο Σιωμάδης μ’ ένα συνεργείο γυναικών έφτιαχνε καλαμωτές και τις προωθούσε στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι έμεινα εκεί ώς το Δεκέμβρη άγνωστος, αφού παρουσιάστηκα με το όνομα Πάνος, και έβγαλα λίγα χρήματα. Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη συνέχισα το Πανεπιστήμιο. Τα βράδια δούλευα σε μια ταβέρνα-ουζερί «Αλόη» που την είχε ο ξάδελφός μου Περικλής Κωστόπουλος, δεξιός αλλά μετριοπαθής. Ο αδελφός του Σωκράτης, με τον οποίο είχα βγει το 1943 στον ΕΛΑΣ, σκοτώθηκε στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών το 1944 στη Βάλια Κάλντα μαζί με τον άλλο ανιψιό μου και συνομήλικο, Αθανάσιο Κωστόπουλο. Ο αδελφός μου ο Τέλης που ήταν μαζί τους γλίτωσε και ξέφυγε από τον κλοιό με άλλα τμήματα του ΕΛΑΣ προς Θεσσαλία και ύστερα από δέκα περίπου μέρες αναζητώντας τον τον βρήκα στο Γρεβενά.
Στο τέλος του 1945 ήρθε στη Θεσσαλονίκη η αδελφή μου Βιργινία και λίγο αργότερα τα δίδυμα αδέλφια μου, ο Αριστοτέλης και ο Θανάσης, ανάπηρος με διαμπερές τραύμα στον αστράγαλο από πυροβόλο όπλο το Μάη του 1941, όπως γράφω παραπάνω.
Το σπίτι που μέναμε, ένα μικρό δωμάτιο στο φούρνο του θείου μου Δαμιανού Σπύρου δεν μας χωρούσε. Έτσι μας περιμάζεψε όλους ο μεγαλόψυχος άνθρωπος –με κεφαλαίο– αριστερών πεποιθήσεων Τσαούσης (Παπαστεργιάδης Στέργιος) στο σπίτι του στη Μενεμένη χωρίς να πληρώνουμε καν ενοίκιο. Ο γιος του Νίκος, Ελασίτης, θα σκοτωθεί αργότερα στη Γεωργική Σχολή Θεσσαλονίκης ως ελεύθερος σκοπευτής. Είχε έρθει από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας.
Τα αδέλφια μου δούλευαν πού και πού στις οικοδομές, τα βγάζαμε πέρα, όμως δεν περίσσευαν για να βοηθήσουμε τους γονείς μας που έμειναν στο χωριό με τη μικρή μας αδελφή Κασσιανή και ήταν υπερήλικες (ο πατέρας μου 69 ετών).
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις αρχές Φεβρουαρίου δημοσιεύεται η επικήρυξή μου ως ληστή στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η αμοιβή για την εκτέλεσή μου ήταν 1.500.000 δρχ. και 1.200.000 για τη σύλληψη ή την κατάδοση του κρησφύγετου. Το ίδιο ίσχυε και για άλλους συγχωριανούς μου. Όλα αυτά επί κυβέρνησης Σοφούλη. Ο νόμος Σοφούλη τιμωρεί τους φυσικούς αυτουργούς φόνων, εγκλημάτων και απαλλάσσει τους ηθικούς. Τιμωρεί δηλ. το φαντάρο εκτελεστή και απαλλάσσει αυτόν που διέταξε την εκτέλεση, τον αξιωματικό.
Το κόμμα με συμβουλεύει να κρύβομαι ώσπου να αποφασίσουν τι θα κάνουν γιατί θα μπορούσαν να με σκοτώσουν και να πάρουν την επικήρυξη. Εγώ όμως δεν πειθαρχώ. Το πρωί στο Πανεπιστήμιο, το βράδυ στην ταβέρνα γκαρσόνι ή στη μάρκα όταν έλειπε ο Περικλής.
Μια μέρα, στις αρχές Μαρτίου 1946, ενώ βρισκόμουν στο ουζερί στη μάρκα, και γύρω στο μπάγκο ήταν πολλοί χωριανοί μπαίνει ένας χωροφύλακας, Χρήστος στο όνομα, δεν θυμάμαι το επίθετο. Τον ήξερα από παλιά –προπολεμικά είχε υπηρετήσει στο σταθμό χωροφυλακής του χωριού μου κι είχαμε καλές σχέσεις αφού ο πατέρας μου από το 1923 ώς και την αρχή της Κατοχής διετέλεσε πρόεδρος της κοινότητας Σκαλοχωρίου. Του λέω «εσένα βρήκαν να στείλουν;» «Το καθήκον» μου λέει. Με οδήγησε στο 3ο Αστυνομικό τμήμα Θεσσαλονίκης, στην οδό Πολωνίας (Πρίγκηπος Νικολάου). Τον παρακάλεσα όμως, πριν φύγουμε, να μου επιτρέψει να αφήσω ορισμένα πράγματα όπως το απολυτήριο του ΕΛΑΣ και φωτογραφίες και με άφησε. Στο τμήμα με περίμενε εξαγριωμένος ένας χωροφύλακας με γκλομπς και ο διοικητής. Διέταξε να μου κάνουν έρευνα και μου βρήκαν μια φωτογραφία του ΕΛΑΣ.
Δεν με κακοποίησαν. Διέταξε μόνο «κλείστε τον κάτω και αύριο θα δούμε το ποιόν του». Στο κρατητήριο ήταν κι άλλοι πολλοί, οι περισσότεροι Κατερινιώτες σακατεμένοι από το ξύλο, όλοι πρώην Ελασίτες, Εαμίτες, Επονίτες. Ξημέρωσα κακήν κακώς και το πρωί ζήτησα από το φρουρό να μου αγοράσει μια εφημερίδα· «μήπως θέλεις Ριζοσπάστη ή Λαϊκή Φωνή;», μου λέει, «δεν υπάρχουν». Και μου αγόρασε το «Φως», σήμερα Ελληνικός Βορράς. Διαβάζω στην πρώτη σελίδα με μεγάλα γράμματα «Σύλληψις ληστού. Χθες υπό οργάνων του 3ου Αστυνομικού τμήματος συνελήφθη ο επικηρυγμένος ληστής Χρήστος Κων/νου Κωστόπουλος. Ούτος μετά ομάδος ομοϊδεατών του ελυμαίνετο την περιοχήν Βοΐου Γρεβενών. Εσχάτως δε κατήλθεν εις την πόλιν μας όπου εκρύπτετο». Τα σχόλια του αναγνώστη.
Συνεχίστηκαν οι ανακρίσεις από ασφάλεια σε ασφάλεια, δακτυλικά αποτυπώματα για να καταλήξω στις φυλακές Μεταγωγών, γιατί έπρεπε να μεταχθώ στην Κοζάνη όπου εκκρεμούσε η υπόθεση.
Η περίοδος ήταν προεκλογική γιατί όπως είναι γνωστό στις 31-3-1946 έγιναν οι εκλογές στις οποίες δεν πήρε μέρος το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΕ (διάβαζε Ζαχαριάδης).
Θέλω κι εγώ να καταθέσω τις σκέψεις μου μολονότι τα γεγονότα έχουν κριθεί και από το κόμμα (όρα 6η ολομέλεια του 1956) και από άλλους επισήμους και μη. Είναι γνωστό ότι ο Ζαχαριάδης είχε στείλει τον Π. Παρτσαλίδη, μέλος του ΠΓ του ΚΚΕ, γραμματέα της ΚΕ του ΕΑΜ μετά τη δραπέτευσή του από την εξορία το Μάιο του 1945 να συναντήσει και να ζητήσει τη γνώμη του Στάλιν για το αν πρέπει να πάρουμε μέρος στις εκλογές ή να κάνουμε αποχή. Ο Παρτσαλίδης προσπάθησε με τη βοήθεια του Δημητρώφ, πρώην γραμματέα της 3ης Διεθνούς και την εποχή αυτή γραμματέα του ΚΚ Βουλγαρίας και στενό συνεργάτη του Στάλιν να κλείσει μια συνάντηση, αλλά επειδή τελευταία αυτός είχε πέσει σε δυσμένεια το Κρεμλίνο δεν τον υπολόγισε. Αφού στάθηκε αδύνατο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή ο Παρτσαλίδης επέστρεψε άπρακτος με τη γνώμη και τη συμβουλή όμως του Δημητρώφ να πάρουμε μέρος στις εκλογές που όπως φάνηκε εκ των υστέρων απηχούσε και τη γνώμη του Κρεμλίνου και του Στάλιν.
Όταν ο Παρτσαλίδης είπε στον Ζαχαριάδη τη γνώμη του Δημητρώφ αυτός απάντησε: «δεν πειθαρχώ γιατί τώρα δεν υπάρχει Διεθνής –ως γνωστό είχε διαλυθεί το 1943– κι αν θέλεις πήγαινε στην ΚΕ του ΚΚΕ να το πεις και να τους πείσεις». Ποιος όμως τολμούσε –ούτε ακόμη κι ο Παρτσαλίδης, ο Μάο, όπως τον αποκαλούσε ο Ζαχαριάδης– να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα την εποχή της παντοδυναμίας του Ζαχαριάδη. Επειδή επί πολλά χρόνια, ακόμη και σήμερα από υπεύθυνους όπως ο Φλωράκης αμφισβητούνταν η ορθότητα της καταδίκης της αποχής και επειδή και σήμερα η ηγεσία του ΚΚΕ έχει σαν πρότυπο τον Λένιν αλλά ενδόμυχα και τον Στάλιν, θα ήθελα να τους υπενθυμίσω τα εξής: το κίνημα το 1946 βρισκόταν σε υποχώρηση, στην ύπαιθρο κυριαρχούσε το παρακράτος, ο Σούρλας στη Θεσσαλία, ταγματασφαλίτες στην Πελοπόννησο, ΠΑΟτζήδες στη Μακεδονία σκότωναν εν ψυχρώ τους λαϊκούς αγωνιστές και μόνον στις μεγάλες πόλεις υπήρχε κάποια ελευθερία. Χωρίς να συγκρίνω κάποια ακόμη πράγματα και καταστάσεις θα θυμίσω στον αναγνώστη τούτο. Όταν το 1905 στη Ρωσία και ειδικά στην Πετρούπολη επικρατούσε επαναστατική κατάσταση, ο Λένιν έκανε μποϊκοτάζ στη Δούμα με αποχή από τις εκλογές. Όταν όμως ύστερα από τις εκλογές το κίνημα χτυπήθηκε και βρισκόταν σε ύφεση, ο Λένιν το 1907 πήρε μέρος στις εκλογές. Αν έπαιρναν παράδειγμα από τον Λένιν θα είχαμε αποφύγει τις καταστροφικές συνέπειες της αποχής που μας οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο. Όταν δηλ. την ημέρα των εκλογών με εντολή Ζαχαριάδη το τμήμα του καπετάν Υψηλάντη (Αλέξανδρου Ρόσιου, αργότερα στρατηγού του ΔΣΕ) χτύπησε το εκλογικό τμήμα του Λιτόχωρου με τα γνωστά αποτελέσματα, εμείς στη φυλακή υπερασπιζόμασταν τη γραμμή της Λαϊκής Φωνής, εφημερίδας του ΚΚΕ ότι δηλαδή το Λιτόχωρο ήταν προβοκάτσια.
Ήταν το δεύτερο τραγικό λάθος του Ζαχαριάδη. Το πρώτο είχε συντελεστεί στο γήπεδο του Ηρακλή στη Θεσσαλονίκη το 1945 μόλις επέστρεψε από το Νταχάου και επισκέφθηκε την πόλη. Στη συγκέντρωση αυτή όταν κάποιος του είπε ότι χωροφύλακες κούρεψαν Επονίτισσες εκείνος απάντησε: «αν ξανακουρέψουν χωροφύλακες Επονίτισσες να τους σπάσετε το χέρι, να τους σπάσετε το κεφάλι και την ευθύνη τη φέρω εγώ, ο Ζαχαριάδης».
Την εποχή εκείνη ίσως αυτό να ήταν σωστό, να ξεσήκωνε τον κόσμο για να αντισταθεί στις αυθαιρεσίες. Αν το συσχετίσουμε όμως με την αποχή και με άλλα γεγονότα που θα αναφέρω έδειχνε ότι ο Ν. Ζαχαριάδης τραβούσε για το δεύτερο γύρο. Σ’ αυτά τα γεγονότα θα επανέλθω.
Το Μάρτη του 1946 και την ημέρα των εκλογών εγώ βρίσκομαι στη φυλακή Μεταγωγών της Θεσσαλονίκης. Έγιναν οι εκλογές σε κλίμα τρομοκρατίας και με επίσημο ποσοστό αποχής 9%. Η Δεξιά νομιμοποιήθηκε και εκλογικά.
Μετά τις εκλογές με μετέφεραν δέσμιο στην Κοζάνη να απολογηθώ. Εκεί με περίμεναν δυο γνωστοί δικηγόροι του ΕΑΜ, ο Μουρίκης και ο Πανταζόπουλος. Η απολογία κράτησε κάπου δυο ώρες κι ο ανακριτής πήρε ένα απλό χαρτί και έγραψε· «Ο επικηρυγμένος ληστής Χρήστος Κων/νου Κωστόπουλος συλληφθής, προσαχθής και απολογηθής ενώπιόν μου εκρίθη απολυτέος». Υπογραφή, σφραγίδα. Ο χωροφύλακας που με συνόδευε πήρε τις χειροπέδες κι εγώ την ελευθερία μου. Ο καλός αυτός άνθρωπος, Ευγενόπουλο τον έλεγαν, με ρώτησε πού θα μείνω και αν έχω λεφτά. Όταν απάντησα αρνητικά μου πρότεινε να μείνω στο τμήμα. Αρνήθηκα για πολλούς λόγους. Με πήρε όμως στο τμήμα, με τάισε σπανακόρυζο και έφυγα ψάχνοντας για μέρος να περάσω τη νύχτα. Τότε θυμήθηκα έναν άλλο δημοκράτη, τον γραμματέα της εισαγγελίας Κοζάνης, τον Τρυπάνη στο σπίτι του οποίου έμεινα ένα μήνα περίπου όταν ήμουν γραμματέας του Φρουραρχείου Κοζάνης στον ΕΛΑΣ. Με δέχτηκε με χαρά και ευγένεια και έτσι πέρασα εκεί τη νύχτα. Το πρωί αδέκαρος με μια καμπαρτίνα στα χέρια περιφερόμουν στην Κοζάνη όταν ξάφνου διαβάζω μια επιγραφή «Εθνική Αλληλεγγύη Ν. Κοζάνης». Τα τζάμια του κτηρίου σπασμένα από τις επιθέσεις των παρακρατικών Παοτζήδων του Μιχάλ Αγά. Όταν μπήκα μέσα προς μεγάλη μου έκπληξη βρίσκω στη θέση του γραμματέα τον παλιό μου φίλο, δάσκαλο από το Δισπηλιό Καστοριάς, τον Χρυσούλη Πάτσιο, παλιό κομμουνιστή, εξόριστο και δηλωσία στη δικτατορία του Μεταξά. Μου είπε να καθίσω. Έφυγε για λίγο και επέστρεψε με κάποια χρήματα όσα μου έφταναν να φύγω για Θεσσαλονίκη και να περάσω μερικές μέρες. Έτσι η Εθνική Αλληλεγγύη βοηθούσε τους κατατρεγμένους αγωνιστές.
Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Τα πράγματα όμως όλο και έσφιγγαν. Ο νόμος του Σοφούλη, όπως τον λέγαμε, με τον οποίο αφέθηκα ελεύθερος, καταδίκαζε τους φυσικούς αυτουργούς και άφηνε ελεύθερους τους ηθικούς κι εμένα με κατηγορούσαν για ηθικό αυτουργό φόνων και συγκεκριμένα για την εκτέλεση των πέντε του χωριού μου που ανέφερα πιο πάνω.
1946-47 με το Γιαννούλη στο βουνό
Το καλοκαίρι του 1946 μια σειρά μαχητές και αξιωματικοί που είχαν φύγει με εντολή του ΚΚΕ στο Μπούκλες της Γιουγκοσλαβίας πήραν εντολή να γυρίσουν στο Γράμμο και να δημιουργήσουν συγκροτήματα οπλίζοντάς τα με τα κρυμμένα όπλα του ΕΛΑΣ. Άρχισαν δράση τον Οκτώβρη.
Το συγκρότημα του Γιαννούλη-Πατσιούρα χτύπησε το σταθμό χωροφυλακής του χωριού μου. Οι χωροφύλακες ταμπουρώθηκαν στην εκκλησία του. Απ’ αυτούς νεκροί ήταν ο αγροφύλακας Μάμαλης απ’ τη Ζικόβιστα που ήταν μαζί τους, ένας ακόμη χωροφύλακας κι άλλοι δυο τραυματίες. Οι άλλοι κλεισμένοι στην εκκλησία γλίτωσαν γιατί οι αντάρτες δεν ήθελαν να την κάψουν. Αλλά κι οι αντάρτες είχαν ένα νεκρό.
Την ίδια εποχή με εντολή του Ζαχαριάδη βγαίνει στο βουνό ο Μάρκος ως αρχηγός του αντάρτικου. Ο κόσμος από χωριά και πόλεις βγαίνει στο βουνό, όμως ο Μάρκος τους γυρίζει πίσω γιατί ούτε εντολή έχει να αναπτύξει το αντάρτικο ούτε και οπλισμό.
Το κόμμα στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι νόμιμο, ο Ριζοσπάστης εκδίδεται κανονικά. Η καθοδήγηση όμως βρίσκεται σε σύγχυση. Αυτή κάνει πολιτικό αγώνα και οι του βουνού στρατιωτικό. Έτσι προσπαθεί να αναγκάσει την κυβέρνηση να έρθει σε συνεννόηση μαζί τους. Ο κόσμος που επιστρέφει από το βουνό οδηγείται στα ξερονήσια. Εμείς στο βουνό τραγουδούμε· «σεις απ’ τα πεζοδρόμια και μεις απ’ τις ραχούλες, έτσι θα λευτερώσουμε εξόριστους και δούλες», πολιτική αντιφατική που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα.
Μια ομάδα συμπατριώτες όπως ο Θωμάς Σιωμάδης, ο αδελφός του Δημήτρης, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος από το Βοτάνι Καστοριάς κι εγώ απευθυνόμαστε στο κόμμα να μας βοηθήσει να φύγουμε στο βουνό. «Κάντε ό,τι νομίζετε, εμείς δεν μπορούμε να βοηθήσουμε», ήταν η απάντηση.
Έρχεται σύνδεσμος από τον Γιαννούλη ο Σωκράτης Γιαννακόπουλος από το Βοτάνι και φέρνει γράμμα του με το οποίο ζητά να βγούμε στο βουνό: όλοι εμείς, ο Σωκράτης Βρατμήρας, λοχαγός όλμων στον ΕΛΑΣ, ο Σιωμάδης Δημ., ανθ/γός. Στην καλύτερη περίπτωση θα πάμε εξορία και κάποιοι, όπως εγώ στο εκτελεστικό. Αποφασίζουνε ένας-ένας, δυό-δυό όσοι μπορούμε να φύγουμε για το βουνό.
Πρώτος έφυγε για το Γράμμο ο Σιωμάδης ο Δημ., ακολούθησε ο αδελφός του Θωμάς. Στις 17-2-1947 εγώ και ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, φοιτητής Γεωπονικής στο πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης. Κοιμηθήκαμε στο σπίτι του, Δαμασκού 18, πίσω απ’ τη Ροτόντα. Στο ίδιο σπίτι έμεινε παράνομα ο υπεύθυνος της οργάνωσης του πανεπιστημίου, Μέρτζιος που αργότερα πιάστηκε και εκτελέστηκε.
Με τη βοήθεια του εξαδέλφου μου, Χατζόπουλου Τάκη (Καράμπελα), ταγματάρχη του ΕΛΑΣ, ο οποίος δούλευε σε εταιρεία μεταφορών, μπήκαμε πρωί στην καρότσα ενός αυτοκινήτου που μετέφερε έπιπλα στην Καστοριά. Ο σοφέρ μιλημένος, όπως ήταν, σταμάτησε νύχτα στο Δισπηλιό, πηδήξαμε και νύχτα φτάσαμε στο χωριό Αμπελόκηποι. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι της θείας μου Βασιλικής Κέντζιου. Εκεί συναντήσαμε τον καθοδηγητή του ΕΑΜ Δόλα, δάσκαλο από το Κωσταράζι. Πρωί-πρωί, σχεδόν νύχτα περάσαμε τον Αλιάκμονα από τη γέφυρα της Αμμουδάρας και πέσαμε, για καλή μας τύχη, πάνω σε τμήμα του ΔΣΕ.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι δυσκολίες. Στην αρχή ώς το Μάη πήρα εντολή να δουλέψω στην πολιτική οργάνωση του Ν.Σ. ΕΠΟΝ-Δημοκρατική Νεολαία Ν. Καστοριάς. Γραμματέας τότε ήταν ο Λιόντας Γκογκολίτσας από την Καστοριά. Σε μια συνεδρίαση του Ν.Σ. που έγινε στο Βίτσι στο χωριό Περικοπή (Περικοπάνα) αποφασίσαμε πολλά στελέχη να καταταγούμε στο ΔΣ.
Έφυγα για το Γράμμο και παρουσιάστηκα στο συγκρότημα του Γιαννούλη που βρίσκονταν στα λιβάδια της Κοτύλης. Με τοποθέτησαν πολιτικό υπεύθυνο διμοιρίας στο λόχο του Φορφόλια και μετά στο λόχο του Βασίλη από το Καλοχώρι Καστοριάς που ανήκε στο τάγμα του Αχιλλέα Παπαϊωάννου. Πήρα μέρος στις μάχες της Αλεβίτσας, του Κρανοχωρίου και στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που άρχισαν τον Ιούνιο του 1947. Η διμοιρία μου κρατούσε το ύψωμα Κοπάντσε δυτικά του Νεστορίου σε απόσταση βολής ορειβατικού πυροβολικού ή και όλμου. Λίγες μέρες πριν εκδηλωθεί η επίθεση καθημερινά δυο φορές την ημέρα μας επισκέπτονταν ο «γαλατάς», ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο λευκού χρώματος –γι’ αυτό και το όνομα του. Έτσι ήμασταν προετοιμασμένοι για την επικείμενη επίθεση η οποία εξελίχθηκε σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Γράμμο, τον Ιούνιο του 1947.
Η επίθεση άρχισε πρωί από Νεστόριο προς Κοπάντσε-Κοτύλη-Χάρο (Γράμμο). Προηγήθηκε βομβαρδισμός πυροβολικού και αεροπορίας. Κρατήσαμε τις θέσεις μας ώς τις 2 το μεσημέρι. Συγχρόνως εκδηλώθηκε επίθεση από το Άργος Ορεστικό προς Νόστιμο-Σκαλοχώρι, από Νεάπολη προς Αυγερινό-Πεντάλοφο, από Δαμασκηνιά προς Όντρια-Κοτύλη.
Το Κοπάντσε το υπερασπιζόταν η διμοιρία μου. Ο εχθρός εκτός από πυροβολικό και αεροπορία διέθετε και ένα τάγμα πεζικού. Όταν είδα ότι ήταν ζήτημα λεπτών η τελική επίθεση για την κατάληψη του υψώματος, έδωσα εντολή να αποσυρθεί η διμοιρία στο επόμενο ύψωμα για να αμυνθεί από καλύτερες θέσεις. Έδωσα το γυλιό μου με τη χλαίνη και όλα τα υπάρχοντά μου μαζί και τις σημειώσεις που κρατούσα καθώς και το φοιτητικό βιβλιάριο στο σύνδεσμό μου, τον ανιψιό μου, Θωμά Κωστόπουλο. Εγώ έμεινα μόνος. Έβαλα με το αυτόματο κάμποσες ριπές, τους καθήλωσα για 15´-20´ και έφυγα προς το ύψωμα. Εκεί ο Θωμάς μου είπε ότι άφησε τα πράγματά μου στη χαράδρα και χάθηκαν.
Το ύψωμα που καταλάβαμε έγινε στόχος της αεροπορίας. Τα Σπίτσφαϊρς πετούσαν τόσο χαμηλά σαν να μας έπιαναν απ’ τα μαλλιά. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε τα πολυβόλα για να σταματήσουν να πετούν χαμηλά. Με τη δύση του ήλιου συμπτυχθήκαμε προς Γουρούσια, εκεί που σήμερα είναι το χωριό Κοτύλη. Τη νύχτα παίρνω εντολή να επιτεθώ και να διώξω τον εχθρό από το Κοπάντσε. Προχώρησα μ’ όλες τις προφυλάξεις αλλά ευτυχώς ο στρατός είχε συμπτυχθεί στο Νεστόριο.
Την επομένη προβάλλοντας αντίσταση οπισθοχωρούσαμε προς Χάρο (Πύργο Κοτύλης)-Τσάρνο Γράμμου. Σκληρή μάχη δώσαμε στις 17 Ιουλίου 1947 στον Χάρο (λέγεται έτσι γιατί προς τη μεριά της Κοτύλης σε μια απόσταση 1000 μέτρων γίνεται απότομος ο βράχος, 500 μ. βάθος, σωστό Ζάλογγο. {Εκεί τραυματίστηκε ο ταγματάρχης Ηλιάδης που αργότερα εξέπνευσε. Σκοτώθηκαν πολλοί μαχητές και αρκετοί για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι έπεσαν από τα βράχια, ανάμεσα και μια κοπέλα από την Κρεμαστή Καστοριάς (Σέμαση), η Ευαγγελία Τάμπα και ο Χατζηβασιλείου Νίκος από το χωριό Πέτσανη Τσοτυλίου (ίσως Αγία Τριάδα). Ο ταγματάρχης Ηλιάδης χτυπήθηκε στο κεφάλι καθώς έβαζε με το πολυβόλο για να καλύψει τους μαχητές να υποχωρήσουν. Ο τελευταίος τους τον κουβάλησε και πέθανε στο χωριό Μυροβλύτης.}
Έτσι μαχόμενοι υποχωρήσαμε ώσπου πήραμε εντολή το τάγμα μας, με διοικητή τον Γιώργο Βασίλκο, δάσκαλο, έφεδρο ανθ/γό του αστικού στρατού και ταγματάρχη του ΕΛΑΣ στο 28ο σύνταγμα, να φύγουμε για το Βίτσι, ενώ τα άλλα τμήματα να κινηθούν και να καταλάβουν τα Γρεβενά, εγχείρημα χωρίς επιτυχία που είχε πολλές απώλειες. Η 167η ταξιαρχία με διοικητή τον Αχιλλέα Παπαϊωάννου χτύπησε χωρίς επιτυχία το Αμύνταιο κι εμείς ένα χωριό κοντά στο Βαρυκό όπου ήταν οχυρωμένος στρατός και ΜΑΫδες, επίσης χωρίς επιτυχία. Υποχωρήσαμε προς Βίτσι, Περικοπή. Τον Αύγουστο πήραμε εντολή να επιστρέψουμε στο Γράμμο περνώντας μέσα από αλβανικό έδαφος. Στην εντολή μας δηλώθηκε κατηγορηματικά ότι εκτός από πολεμοφόδια δεν θα πάρουμε τίποτα ούτε ψωμί ούτε πατάτες που αφθονούσαν στο Βίτσι, γιατί το πέρασμα μπορεί να είναι πολύ δύσκολο. Ίσως, μας είπαν, στο Γράμμο να υπάρχει επιμελητεία.
Στα Γιαννοχώρια του Γράμμου όμως (Γιαννοχώρι, Μονόπυλο, Σλίμνιτσα) το σιτάρι ήταν αθέριστο στον κάμπο, παρότι ήταν Αύγουστος. Όταν φτάσαμε εκεί μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, όχι μόνο δεν υπήρχε επιμελητεία αλλά μου ζήτησαν να βρω μαχητές που ξέρουν να θερίζουν, άλλους που να ξέρουν να χτίζουν ή να διορθώνουν φούρνους, νερόμυλους κι άλλους που να αλωνίζουν με ζώα. Εγώ μην υπακούοντας στην εντολή αλλά και από προηγούμενη πείρα είχα γεμίσει το σακίδιό μου με πατάτες. Οι άλλοι όμως; Πέρασαν πέντε μέρες ώσπου να μας δώσουν ένα κομμάτι ψωμί με λίγο βραστό κρέας. Ο εχθρός ήταν απέναντί μας στο Τσάρνο, Γουρούσια, Παλαιοκριμίνι.
Σε λίγες μέρες άρχισαν οι βροχές. Ο στρατός έβαλε φωτιά στα πρόχειρα παραπήγματα και συμπτύχθηκε προς Νεστόριο. Η διαταγή είναι τώρα να τον ακολουθήσουμε κι αν χρειαστεί να δώσουμε μάχη. Όπως ήμασταν νηστικοί και εξαντλημένοι προχωρήσαμε και χωρίς να πάρουμε κανένα μέτρο προληπτικό τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε αφημένο από το στρατό, ελιές, ψωμί, κονσέρβες, γαλέτες που θα μπορούσαν να ήταν δηλητηριασμένα όπως έγινε τον επόμενο χρόνο 1948 όταν πέθαναν πολλοί μαχητές. Φαίνεται ότι οι στρατιώτες ήταν δικοί μας και δεν τα δηλητηρίασαν.
Έφτασα στη Γουρούσια χωρίς καμιά αντίσταση. Προχώρησα προς Νεστόριο και το άλλο τμήμα προς Παλαιοκριμίνι. Και τότε δέχτηκα ομοβροντία από βλήματα όλμων. Στο Παλαιοκριμίνι ήταν στρατοπεδευμένη μια ταξιαρχία, ολόκληρη πολιτεία από αντίσκηνα. Πιάσαμε θέσεις εκεί. Σε λίγες μέρες συμπτύχθηκαν και τα τμήματα στρατού. Πλησίαζε χειμώνας. Το Σεπτέμβρη το τάγμα εγκαταστάθηκε στο χωριό Καληβρύση κάτω από την Αλεβίτσα. Την εποχή αυτή ο στρατός κατείχε το ύψωμα Φαλτσάτα, βόρεια τη Οινόης. Βορειοδυτικά του υψώματος είναι τα χωριά Πολυάνεμος και Κορυφή, τα οποία κατείχε το τάγμα. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του στρατού διαπιστώσαμε ότι κάθε πρωί δυο φαντάροι κατέβαιναν την πλαγιά με ζώα προς τον Πολυάνεμο και γέμιζαν νερό από μια βρύση για τις ανάγκες του στρατού. Μια μέρα στήσαμε ενέδρα και πιάσαμε αιχμαλώτους τους φαντάρους με τα ζώα. Αμέσως εκδηλώθηκε κεραυνοβόλος επίθεση. Αντισταθήκαμε αλλά υποχωρήσαμε προς τον Πολυάνεμο και την Κορυφή όπου υπήρχαν και πολυβολεία του στρατού από τον αλβανικό πόλεμο με τους Ιταλούς.
Έξω από τον Πολυάνεμο προς Φαλτσάτα είναι μια εκκλησία σε μια συστάδα δένδρων. Εκεί ακριβώς την ώρα της μάχης τραυματίστηκα από βλήμα όλμου στο δεξί πόδι αρκετά σοβαρά. Το βλήμα σφηνώθηκε στο κόκαλο και για τρεις μήνες ήμουν σχεδόν ακινητοποιημένος ή πήγαινα στα τμήματα έφιππος γιατί κατέλαβα τη θέση του επιτελούς του τάγματος Βασίλκου. Θεραπεύτηκα στο αναρρωτήριο του τάγματος στην Καληβρύση όπου είχαμε καλό νοσοκόμο, τον Μέλιο από το Βράχο.
Ώς το Σεπτέμβρη του 1947 στο κόμμα κυριαρχούσε μια αλλοπρόσαλλη πολιτική η οποία εκφραζόταν και στο ΔΣΕ πολύ χαρακτηριστικά με το τραγούδι· «Σεις από τα πεζοδρόμια και εμείς απ’ τις ραχούλες, έτσι θα λευτερώσουμε εξόριστους και δούλες». Τα νησιά γέμισαν από εξόριστους, τα στρατοδικεία λειτουργούσαν κι έστελναν στο απόσπασμα τους αγωνιστές, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το κόμμα ήταν νόμιμο, ο Ριζοσπάστης έβγαινε κανονικά. Ο Μάρκος, όμως, γύριζε πίσω στα χωριά τους όσους έρχονταν να καταταγούν στο ΔΣΕ. Οι Άγγλοι αποχώρησαν από την Ελλάδα και το δόγμα Τρούμαν έπαιρνε σάρκα και οστά, ο στρατός οργανωνόταν πυρετωδώς.
Επιτροπή του ΟΗΕ στην Καστοριά
Επιτροπή του ΟΗΕ στο Αρχηγείο του ΔΣΕ (Αρχείο ΑΣΚΙ) |
Εγώ με το Γιώργη Αγγελάκη από το Βογατσικό ως εκπρόσωποι της ΕΠΟΝ περιμέναμε εντολές στο χωριό Λεύκη κρυμμένοι στην οροφή του σπιτιού του μυλωνά του χωριού. Οι άλλοι σε άλλα χωριά κοντά στην Καστοριά. Η Επιτροπή απότομα άλλαξε γνώμη και αποφάσισαν να επισκεφτούν τους αντάρτες στο Καστανόφυτο. Μαζί με τον Αγγελάκη φτάσαμε και μεις εκεί. Κατά τις 11 το πρωί ήρθε η Επιτροπή συνοδευόμενη από πολλούς δημοσιογράφους Έλληνες και ξένους, μεταξύ αυτών και μια Αγγλίδα η οποία κόντεψε να σκοτωθεί όταν το άλογο στο οποίο επέβαινε αφηνιασμένο με την έναρξη της μουσικής την έριξε κάτω. Επικεφαλής της αντιπροσωπίας των ανταρτών ήταν ο αείμνηστος Γιαννούλης. Τα τμήματα του ΔΣ ήταν άψογα ντυμένα με εγγλέζικο ρουχισμό και εξοπλισμό. Οι δημοσιογράφοι έμειναν κατενθουσιασμένοι, όχι όμως και τα μέλη της Επιτροπής του ΟΗΕ που διαφώνησαν και διασπάστηκαν. Και οι μεν Ρώσοι, Γιουγκοσλάβοι και Αυστραλοί (κι άλλοι που δεν θυμάμαι) αποφάσισαν να συνεχίσουν την πορεία προς Χάσια για να συναντήσουν το Μάρκο, ενώ οι Αμερικάνοι επέστρεψαν στη Καστοριά. Συμφώνησαν μετά το τέλος της αποστολής να συναντηθούν στα Τρίκαλα. Πού συναντήθηκαν και τι είπαν με το Μάρκο δεν ξέρω. Ένα είναι σίγουρο, ότι η Επιτροπή γύρισε στη Νέα Υόρκη σχεδόν άπρακτη.
Το Σεπτέμβριο του 1947 ο Ζαχαριάδης κι όλη σχεδόν η ηγεσία έφυγε από την Αθήνα και βγήκε στο βουνό. Ο Ζαχαριάδης έριξε το γνωστό σύνθημα «όλοι στ’ άρματα, όλα για τη νίκη». Ποια άρματα και ποια νίκη. Όλοι οι αγωνιστές ήταν στις φυλακές, στις εξορίες, αν δεν είχαν περάσει από το εκτελεστικό. Ύστερα από λίγο ανακοινώθηκε η δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης του βουνού με έδρα κάτω από τα πεύκα του Γράμμου στη θέση Αρένες.
Στη συνέχεια έγινε απόπειρα κατάληψης της Κόνιτσας για να εγκατασταθεί η κυβέρνηση, αλλά απέτυχε. Το Δεκέμβρη λειτούργησε και ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι, η «Ελεύθερη Ελλάδα», κανείς όμως δεν την αναγνώρισε ποτέ, ούτε κι ο Χότζας, ούτε ο Τίτο παρότι τότε είχαμε καλές σχέσεις. Αναφέρω κάποια μέλη της κυβέρνησης αυτής: πρωθυπουργός Μάρκος Βαφειάδης, δικαιοσύνης Μιλτ. Πορφυρογένης, γεωργίας Βλαντάς, οικονομικών Μπαρτζώτας, εσωτερικών Ιωαννίδης.
1948 στη 14η ταξιαρχία
Στις αρχές του 1948 μετατέθηκα στην έδρα της 14ης ταξιαρχίας ως βοηθός του ΠΕ Θανάση Καρτσιούνη με διοικητή τον αείμνηστο Γιώργο Γεωργιάδη, η έδρα της οποίας βρισκόταν στη Λάγγα για τη δουλειά της νεολαίας και την κομματική δουλειά. Εκεί παρέμεινα δυο μήνες. Μετά μου ανέθεσαν την οχύρωση ενός βασικού υψώματος δασωμένου, του Αηλιά Πενταλόφου. Η βορειανατολική πλευρά όπου έγινε η οχύρωση είναι ομαλή και κατάφυτη, ενώ η δυτική βραχώδης και απόκρημνη. Το σχέδιο προέβλεπε να κρατήσει το ύψωμα ακόμη κι αν ο εχθρός προχωρούσε προς Γράμμο ή Επταχώρι. Γι’ αυτό και στη βραχώδη πλευρά όπου υπήρχε ένα μικρό σπήλαιο είχαν αποθηκευτεί τρόφιμα, νερό, κονσέρβες, γαλέτες, πυρομαχικά για να αντέξει ακόμα και κυκλωμένο ώς το τέλος του 1948. Αυτό το σχέδιο όμως δεν εφαρμόστηκε για άγνωστους σε μένα λόγους. Ύστερα από ολιγοήμερες μάχες, το καλοκαίρι του 1948, ο ΔΣΕ το εγκατέλειψε.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ετοίμαζε ο στρατός το 1948 άρχισαν στα μέσα Ιουνίου. Κύρια κατεύθυνση ήταν από Δαμασκηνιά, Όντρια, Κυψέλη, Κοτύλη. Η άλλη από Άργος, Νόστιμο, Αηλιά, η τρίτη από Νεστόριο προς Λάγγα, Κοτύλη, Τσάρνο και άλλη μια από Αλεβίτσα πάλι προς Γιαννοχώρια για αποκοπή του δρόμου προς το Βίτσι, αν γινόταν υποχώρηση. Εγώ με τη διμοιρία μου βρέθηκα στα Όντρια, Πόρτα, Γούπατα.
Η επίθεση ήταν κεραυνοβόλα. Πρώτα έρχονταν τα αεροπλάνα με ρουκέτες, βόμβες, πολυβολισμό από χαμηλό ύψος. Ακολουθούσε βομβαρδισμός από πεδινό πυροβολικό μετά από ορειβατικό, συνέχιζαν οι όλμοι, τα πολυβόλα και μετά η επίθεση. Σ’ αυτό το πανδαιμόνιο αν βαστούσαν τα νεύρα σου νικούσες, αν όχι ήσουν χαμένος. Κάθε μέρα παίρναμε διαταγή να κρατήσουμε άλλη μια μέρα και την επομένη άλλη μια ακόμη κι αυτό γιατί ήθελαν να κερδίσουν μέρες για να ναρκοθετήσουν την περιοχή. Κι όταν τη ναρκοθέτησαν μου είπαν «αν δεχτείς τώρα επίθεση, υποχώρησε». Αυτό κράτησε δεκατρείς ολόκληρες μέρες. Τις πρώτες μέρες που άρχισαν οι επιθέσεις ο εχθρός παρέταξε μόνον ένα τάγμα με διοικητή έναν Σοφιανόπουλο, απ’ τον Βόλο, συγγενή του δημοκράτη πολιτευτή Σοφιανόπουλου.
Το τάγμα Σοφιανόπουλου είχε έδρα το Νόστιμο. Ο διοικητής του πολλές φορές καλούσε τη μάνα μου από το Σκαλοχώρι για να την πιέσει να με πείσει να παραδοθώ, γιατί μάθαινε πως συχνά πριν αρχίσουν οι επιθέσεις αλλά και κατά τη διάρκειά τους επισκεπτόμουν το χωριό μου τη νύχτα για να προμηθευτώ πετρέλαιο για τον ασύρματο της ταξιαρχίας από τον χωριανό μου Χατζηγιάννη Νίκο, μυλωνά, έναν αριστερό.
Επιτελής του τάγματος ήταν ένας Θεσσαλός συμφοιτητής μου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (στη Γεωπονική Σχολή αυτός), ο Κόκορης, που μου έστειλε μάλιστα και μια επιστολή με την οποία με καλούσε να παραδοθώ για το καλό του τόπου και της πατρίδας. Του έγραψα απάντηση αλλά η μάνα μου δεν του την έδωσε και καλά έκανε γιατί θα την πίεζαν να με προδώσει.
Ε, λοιπόν, το τάγμα Σοφιανόπουλου σε μια αντεπίθεση το έβαλε στα πόδια, διαλύθηκε, πέταξε τον οπλισμό και έφυγε. Για μια στιγμή ακούω μέσα στο δάσος μια φωνή «Ελευθερόπουλε, πού είσαι;» Είμαι έτοιμος να βάλω με το αυτόματο αλλά ευτυχώς με απέτρεψε ένας διμοιρίτης αντάρτης που απάντησε (παραπλανητικά) «εδώ είμαι». Και τότε μέσα από το δάσος πρόβαλε η μορφή του Σοφιανόπουλου. «Ψηλά τα χέρια, εδώ ΔΣΕ». Σήκωσε τα χέρια «Είμαι ο Σοφιανόπουλος, ο διοικητής του τάγματος, μη με σκοτώνετε». Τον αφοπλίσαμε και τον στείλαμε στο Αρχηγείο στις Αρένες. Σε δυο μέρες το Γενικό Αρχηγείο κυκλοφόρησε ανακοίνωση που έλεγε ότι ο ταγματάρχης Σοφιανόπουλος που αιχμαλωτίστηκε πέρασε στρατοδικείο και εκτελέστηκε για σωρεία αντιλαϊκών πράξεων. Φαίνεται το ΓΑ είχε πολλά στοιχεία εις βάρος του και δεν το έκανε από εκδίκηση.
Οι σκληρές μάχες συνεχίστηκαν άλλες 13 μέρες. Θα αναφέρω ένα περιστατικό που έγινε αυτές τις μέρες. Ένα αεροπλάνο έριξε μια ρουκέτα που έπεσε πάνω σε ένα πρόχειρο πολυβολείο από στοιβαγμένες πέτρες. Σκότωσε το χειριστή του πολυβόλου, τον έκαψε κυριολεκτικά και τον άφησε με το κεφάλι και το πολυβόλο στραμμένο στον ουρανό. Τον βοηθό του τα αέρια τον τραυμάτισαν σοβαρά και τον πέταξαν 30 μέτρα μακριά κάτω σε ένα βράχο. Τον άκουσα που με καλούσε να τον βγάλω. Πώς κατέβηκα και τον τράβηξα επάνω είναι ένα από τα ανεξήγητα θαύματα. Ο άνθρωπος σε τέτοιες στιγμές γίνεται θηρίο. Τον επέδεσα και τον προώθησα στο νοσοκομείο. Αργότερα έμαθα ότι σκοτώθηκε. Ήταν πραγματικό παλικάρι.
Τη 13η ημέρα πήρα εντολή να υποχωρήσω σε άλλο ύψωμα, στις Πόρτες, κατά 250 μέτρα πιο χαμηλά σε ένα μέρος όμως πολύ καλά οχυρωμένο, με μόνιμο πολυβολείο και με χαρακώματα μόνο προς τη μεριά των Οντρίων. Την επομένη το πρωί ο στρατός, που δεν αντιλήφθηκε τη μετακίνησή μας, άρχισε πάλι την επίθεση όπως και πρώτα. Καθώς ήταν ανυπεράσπιστο, το κατέλαβαν κι άρχισαν τους πανηγυρισμούς που δεν κράτησαν πολύ γιατί όπως προχωρούσαν άρχισε η έκρηξη των ναρκών που άφησε πολλούς νεκρούς στο πεδίο. Οι φωνές και οι οιμωγές ακούγονταν γιατί η απόσταση σε ευθεία ήταν μικρή. Τις Πόρτες τις κρατήσαμε 10 μέρες.
Μια μέρα, ενώ βρισκόμουν μέσα σε ένα πολυβολείο με τον σκοπευτή και μια κοπέλα, που τη λέγανε Ευδοξία, εφόρμησε η αεροπορία και μια ρουκέτα της χτύπησε το πολυβολείο στην αριστερή πίσω πλευρά με αποτέλεσμα να πέσουν οι πέτρες του εσωτερικού τοίχου και να μας πλακώσουν. Από την άλλη μεριά η είσοδος του πολυβολείου είχε φραχθεί από όγκο χωμάτων. Η επίθεση βρισκόταν σε εξέλιξη. Μια σφαίρα που πέρασε απ’ τη θυρίδα θέρισε τον σκοπευτή. Μας έσωσε όμως η ηρωική προσπάθεια της Ευδοξίας που σκάβοντας με τα χέρια της τράβηξε τα χώματα της εισόδου και βγήκαμε. Πετάξαμε από τα χαρακώματα προς τους επιτιθέμενους τρεις χειροβομβίδες που ήταν στα δέκα μέτρα και θα μας έπιαναν ζωντανούς και τους απωθήσαμε. Σωθήκαμε.
Όπως ήμασταν ξεθεωμένοι μας βρίσκει και την επόμενη μέρα το πρωί νέα επίθεση. Μπήκαν στα χαρακώματα και αναγκαστήκαμε να τα εγκαταλείψουμε και να πιάσουμε την κορυφή του υψώματος. Όλη μέρα δώσαμε μια μάχη σε απόσταση από τον εχθρό 50-60 μέτρα. Δούλευαν μόνο τα τουφέκια, τα αυτόματα και τα οπλοπολυβόλα. Ο στρατός χρησιμοποιούσε και ολμίσκους που μας έκαναν ζημιά. Δεν προχωρούσαν, όμως, ούτε εμείς εγκαταλείπαμε το ύψωμα.
Κατά το μεσημέρι πήρα μαζί μου ένα παιδί με το αυτόματο και πήγα από δεξιά να δω τι γίνεται. Ένας αξιωματικός ψηλός, μελαχρινός όρθιος παρότρυνε τους άνδρες του να προχωρήσουν. Μια ριπή του αυτοματιστή τον ρίχνει κάτω νεκρό. Συμβουλεύω το μαχητή να προσέχει. Σαν να το είχα προαισθανθεί, μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και έπεσε κάτω από το βράχο για καλή του τύχη όχι από πολύ βαθιά. Έστειλα δυο μαχητές να τον σβαρνίσουν από τα πόδια για να μη μείνει άταφος. Τον έσυραν γύρω στα 100 μέτρα και όταν τον έφεραν στο ύψωμα και τον επιδέσαμε, ως εκ θαύματος, άνοιξε τα μάτια και ψέλλισε «Τάκη, σ’ ευχαριστώ». Έμεινα άφωνος. Τον προώθησα αμέσως στο ορεινό χειρουργείο. Ύστερα από 10 χρόνια έμαθα ότι ζει στην Ουγγαρία μόνο που είχε διαλείψεις. Το ότι έζησε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θαύμα αν και δεν πιστεύω σ’ αυτά.
Την επομένη αποσυρθήκαμε και λάβαμε θέσεις σε καλά οχυρωμένο από πριν ύψωμα, τα Γούπατα, μπροστά από την Κυψέλη και Κοτύλη. Εκεί θα κρατήσω σχεδόν δυο μήνες.
Στις 17 Ιουλίου 1948 τα τμήματά μας οπισθοχώρησαν στον Πύργο Κοτύλης και ενώ πήραν εντολή να φύγουν, αρνήθηκαν. Για να μην παραδοθούν όμως έπεσαν κάτω από το βράχο και σκοτώθηκαν, ο διμοιρίτης Γιάννης Θεοδώρου, ο σκοπευτής Νίκος Χατζηβασιλείου και ο γεμιστής του πολυβόλου.
Στο Δυτικό Γράμμο γίνονται φονικές μάχες στον Κλέφτη, Κάμενικ, Πολιάνα, Γκαμήλα. Ο στρατός είναι απογοητευμένος, το ίδιο και ο Βαν Φλιτ και η κυβέρνηση της Αθήνας. Προτείνουν συνάντηση με το Ζαχαριάδη για την εύρεση λύσης για κατάπαυση του πυρός. Ο Ζαχαριάδης αρνείται και προτείνει να πάει ο Μάρκος. Κι αυτός αντιπροτείνει τον αρχηγό. Έτσι η συνάντηση δεν έγινε και μαζί χάθηκε και η τελευταία ευκαιρία. Γιατί; Μέχρι τώρα δεν δόθηκε καμιά επαρκής απάντηση. Το τραγούδι «Σεις από τα πεζοδρόμια και μεις απ’ τις ραχούλες...» είχε πάρει παράταση. Κρίμα στους τόσους αδικοχαμένους συντρόφους μας...
Στα τέλη Αυγούστου αποφασίζεται να εγκαταλείψουμε το Γράμμο και να περάσουμε στο Βίτσι. Ο Μάρκος Βαφειάδης, αρχιστράτηγος του ΔΣΕ, εκπονεί σχέδιο σύμφωνα με το οποίο θα γινόταν το χτύπημα συγκεντρωτικά προς την κατεύθυνση του εχθρού, θα ανοίγαμε ρήγμα και θα περνούσαμε στο Σινιάτσκο, Βογατσικό, Γέρμα και από κει στο Βίτσι. Ο Ζαχαριάδης το δέχεται αλλά θέλει να είναι κι αυτός μαζί. Ο Μάρκος αντικρούει την πρόταση με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ακεραιότητα του αρχηγού αλλά ούτε και την ευθύνη μιας αποτυχίας αναλάμβανε. Γι’ αυτό επελέγη η λύση που στο τέλος εφαρμόστηκε, να γίνει δηλ. το χτύπημα στην περιοχή της Αλεβίτσας, κοντά στα αλβανικά σύνορα, επιχείρηση που έγινε με επιτυχία και τα τμήματα πέρασαν σώα στο Βίτσι. Σε πολλές Ακαδημίες του κόσμου διδάσκεται αυτό ως πρότυπο εγχειρήματος.
Καλοκαίρι 1948. Η γνωριμία μου με την Ευδοξία
Ετούτη εδώ η καταγραφή των γεγονότων γίνεται αποκλειστικά από μνήμης γιατί σ’ όλα τα χρόνια δεν κράτησα ημερολόγιο ούτε και απλές σημειώσεις. Θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω το πορτρέτο της λατρευτής μου γυναίκας Ευδοξίας που τόσο γρήγορα έφυγε από τη ζωή χωρίς να προφτάσει να χαρεί λίγα χρόνια αμέριμνα, χωρίς το άγχος της καθημερινότητας και τον αποκρουστικό ήχο από το ξυπνητήρι, μα περισσότερο χωρίς να προλάβει να παντρέψει το γιο της που λάτρευε και να χαρεί τις εγγονούλες της.
Φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια συζυγικής ζωής που άρχισε μέσα στις πιο δύσκολες και τραγικές μέρες του εμφυλίου πολέμου συνεχίστηκε στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και τελείωσε τόσο αναπάντεχα εδώ, στην πατρίδα μας στις 14 Μαρτίου 1988 στις 16.17´.
Όταν στα τέλη Αυγούστου του 1948 ύστερα από μια τρίχρονη ηρωική αντίσταση που πρόβαλε ο ΔΣΕ στα βουνά της Πίνδου και του Γράμμου αναγκάστηκε –κάτω από τα χτυπήματα του κυβερνητικού στρατού που είχε ασύγκριτη υπεροχή σε έμψυχο υλικό μα προπαντός σε πυροβολικό, μηχανοκίνητα και αεροπορία που του παρείχε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός (Δόγμα Τρούμαν)– να κάνει τον ιστορικό ελιγμό από το Γράμμο στο Βίτσι, άφησε κατάπληκτους τους αντιπάλους του, ντόπιους και ξένους. Και εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο αντίπαλος ήξερε πολύ καλύτερα από μας, τους απλούς τουλάχιστον μαχητές, ότι ο ΔΣΕ ήταν καταδικασμένος σε ήττα γιατί ήταν παντελώς εγκαταλειμμένος από τους «συμμάχους» του μετά τις μάχες του 1948.
Τα τμήματα του ΔΣΕ περνώντας οργανωμένα στο Βίτσι δεν άργησαν να δεχθούν νέες σκληρές επιθέσεις από τα κυβερνητικά στρατεύματα, αφού ο αντίπαλος διέθετε όλα τα μέσα για κεραυνοβόλες μετακινήσεις στρατού απ’ όλη τη χώρα στην κατεύθυνση που ήθελε.
Τα τμήματα του ΔΣΕ όχι μόνον αντέκρουσαν τις νέες επιθέσεις μα άρχισαν με γρήγορους ρυθμούς να ανασυγκροτούνται για να περάσουν στην αντεπίθεση, όπως έγινε στο Μάλι-Μάδι όπου ο αντίπαλος τράπηκε σε άτακτη φυγή με πολλές απώλειες. Κι αν ο ΔΣΕ διέθετε έστω μια ταξιαρχία εφεδρική θα καταλάμβανε την Καστοριά με απρόβλεπτες εξελίξεις για την παραπέρα πορεία του εμφυλίου πολέμου, ίσως και την ανατροπή της κυβέρνησης Σοφούλη.
Τον Οκτώβρη του 1948, βρέθηκα επιτελής του 2ου τάγματος της 14ης ταξιαρχίας με διοικητή του τάγματος τον παιδικό μου φίλο και συγχωριανό Δημήτρη Σιωμάδη και πολιτικό υπεύθυνο τον Θανάση Μητσόπουλο (Κ. Σταύρο), τον καπετάνιο του 30ού συντάγματος του ΕΛΑΣ.
Ένα απόγευμα του Οκτώβρη, ενώ το τάγμα είχε πάρει διαταγή να επιτεθεί το ίδιο βράδυ και να καταλάβει το ύψωμα Μπίκοβικ πάνω από την Καστοριά, έφτασαν από την ταξιαρχία για ενίσχυση των τμημάτων (λόχων) 20-25 μαχητές από έμπεδα και προπαντός αναρρώσαντες τραυματίες από νοσοκομεία. Πήρα εντολή από το διοικητή να τους κατανείμω στους λόχους οι οποίοι σε λίγες ώρες θα πήγαιναν στη μάχη. Αυτή όμως χάθηκε με σοβαρές απώλειες για μας. Τότε χάσαμε κι ένα λαμπρό παλικάρι, το διοικητή του λόχου, Ακούραστο.
Άρχισα, λοιπόν, να ρωτώ έναν-έναν για την προηγούμενη δράση του, τις ικανότητές του και τις επιθυμίες του κι ανάλογα μ’ αυτά τους κατένειμα στα διάφορα τμήματα. Χρόνος για λεπτομερή εξέταση δεν υπήρχε λόγω της βίαιης κατάστασης. Ρωτώντας με τη σειρά έφτασα σε δυο κοπέλες. Τη μια τη λέγανε Μαρίκα, δεν θυμάμαι το επίθετο (ίσως Πέτσου) που καταγόταν από το χωριό Αετός Αμυνταίου. Αργότερα, το Δεκέμβρη τη βρήκα στο γιουγκοσλαβικό έδαφος τραυματισμένη. Δεν ξέρω τι απέγινε. Την άλλη κοπέλα την έλεγαν Ευδοξία Δάνη από το χωριό Ασπρόγεια Αμυνταίου. Για μια στιγμή τα μάτια της Μαρίκας βούρκωσαν και έβαλε τα κλάματα. Η Ευδοξία δεν βάσταξε και τη συνόδευσε με λυγμούς.
Με δυσκολία μου εξήγησαν την αιτία που δεν ήταν άλλη από το χαμό του διοικητή τους, που ήταν κι ο αγαπημένος της Μαρίκας. Οι δυο κοπέλες ήταν κοντοχωριανές και πολύ καλές φίλες. Είχαν επιστρέψει από νοσοκομείο όπου είχαν νοσηλευτεί από τραυματισμό. Όταν τις καθησύχασα είδα τα μάτια της Ευδοξίας πως πήραν άλλη λάμψη, τα χείλη της χαμογέλασαν και τότε πρόσεξα πως στην κάτω γνάθο έλειπε ένα δόντι ή ίσως η απόσταση μεταξύ των δυο δοντιών ήταν μεγάλη τόσο που καθώς μιλούσε σφύριζε. Από τον τόπο καταγωγής της διαπίστωσα ότι ήταν μακρινοί συγγενείς με έναν φίλο μου, τον ταγματάρχη Τζαβέλα του ΕΛΑΣ. Τη ρώτησα αν ξέρει ή αν μπορεί να χειριστεί τηλεφωνικό πίνακα και μετά την καταφατική της απάντηση την έστειλα στο λόχο διοίκησης. Το ίδιο βράδυ ανέλαβε υπηρεσία στο τηλεφωνικό κέντρο μαζί με την παλιά τηλεφωνήτρια Βάσω από τη Θεσσαλία –δεν θυμάμαι το επίθετο.
Την επομένη άρχισε ένας σφοδρός βομβαρδισμός από πυροβολικό και αεροπορία που δεν άφησε ούτε ένα τηλεφωνικό καλώδιο γερό. Και η αρχηγός, η Βάσω, έδωσε την πρώτη εντολή στην Ευδοξία να βγει από το αμπρί την ώρα που επικρατούσε κόλαση πυρός να βρει και να συνδέσει τα κομμένα καλώδια. Από το παρατηρητήριο που βρισκόμουν μαζί με τον ταγματάρχη πυροβολικού Κουκουμάδη Απόστολο την είδα να τρέχει όρθια στο δάσος και να προσπαθεί να συνδέσει τα καλώδια. Έβαλα τις φωνές να πέσει κάτω και να επιστρέψει αμέσως στο αμπρί μα δε με άκουσε και συνέχισε. Μου έκανε κατάπληξη το γεγονός και σκέφθηκα πως αυτή η κοπέλα ή πολύ ελαφριά θα είναι ή πολύ παλικάρι. Αλλά μπορεί και τα δυο να συνδυάζει γιατί άνθρωποι σαν αυτή δεν έχουν επίγνωση του κινδύνου. Μπορεί όμως η πράξη της να πήγαζε κι από την επίγνωση της ευθύνης σε ώρες δοκιμασίας, γιατί μπορούσε την ώρα εκείνη να είχε εκδηλωθεί επίθεση του αντιπάλου και τα τμήματα να μείνουν χωρίς σύνδεση.
Ε, λοιπόν! Όλη η παραπέρα ζωή της Ευδοξίας έδειξε πως αυτή η κοπέλα ήταν υπόδειγμα πειθαρχίας που εκπλήρωνε με καταπληκτική ευσυνειδησία κάθε αποστολή της. Αργότερα σ’ όλη την πολιτική της σταδιοδρομία αυτό το χαρακτηριστικό τη διέκρινε και γι’ αυτό ήταν παράδειγμα για μίμηση.
Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε στην έδρα του τάγματος από την ταξιαρχία ο δ/τής του λόχου σαμποτέρ, Κουνέλας από Γιαννοχώρι. Νύχτωσε και έπρεπε να μείνει στην έδρα μας. Ζήτησε από μένα να του βρω μέρος να κοιμηθεί και μου υπέδειξε, σχεδόν απαιτητικά, το αντίσκηνο των τηλεφωνητριών. Φυσικά αρνήθηκα κατηγορηματικά και τελικά κοιμήθηκε εκεί που του υπέδειξα εγώ.
Εδώ θα χρειασθεί μια παρένθεση, γιατί πολλά έχουν ειπωθεί για το θέμα των σχέσεων των δυο φύλων στον ΔΣΕ. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι έγιναν πολλά σχετικά μ’ αυτές τι σχέσεις. Στην αρχή, από το 1946 ώς τον Οκτώβρη του 1948, τα πράγματα ήταν πολύ αυστηρά και πολλά παλικάρια για πράξεις βίας ή και απλώς για απόπειρα βιασμού και αποπλάνησης στήθηκαν στα έξι μέτρα και εκτελέστηκαν.
Ύστερα όμως από τις μάχες του Γράμμου και το πέρασμά μας στο Βίτσι, το 1948, τα πράγματα χαλάρωσαν. Άρχισαν και τα πρώτα παντρολογήματα και η καθοδήγηση όχι μόνον δεν έδειχνε την προηγούμενη αυστηρότητα αλλά και ευλογούσε και συγχωρούσε ακόμα και πράξεις βιασμού, ανάλογα, φυσικά και με τη θέση του μαχητή ή του στελέχους.
Την επομένη το μεσημέρι παίρνω επείγον τηλεγράφημα με το παρακάτω περιεχόμενο: «χορηγήστε αμέσως φύλλο πορείας δι’ έδραν ταξιαρχίας στην τηλεφωνήτρια Δάνη Ευδοξία». Το υπέγραφε ο Γ. Γεωργιάδης, ταξίαρχος. Γίνομαι έξω φρενών. Στην έδρα του τάγματος δεν βρίσκεται κανείς από τη διοίκηση. Παίρνω προσωπικά την ευθύνη και δεν εκτελώ τη διαταγή. Ύστερα από δυο μέρες επιστρέφει ο ταγματάρχης (Δ. Σιωμάδης). Του εξηγώ τα συμβάντα καθώς και την απόφασή μου να μην εκτελέσω τη διαταγή. Ο Μήτσος, που ήταν πραγματικό παλικάρι κι από τη φύση του τίμιος και ατίθασος, εγκρίνει απόλυτα τις ενέργειές μου.
Την άλλη μέρα καταφθάνει στην έδρα μας ο ίδιος ο ταξίαρχος, Γ. Γεωργιάδης. Πρόκειται για το παλικάρι αυτό, τον καταξιωμένο επιτελικό αξιωματικό της σχολής Ευελπίδων που αργότερα, μετά τις μάχες Έδεσσας, Αριδαίας, την Άνοιξη του 1949, τον εκτέλεσε ο Γούσιας σαν «προδότη» για να καλύψει τη δική του ανικανότητα, μα πιο πολύ την ανικανότητα της ηγεσίας Ζαχαριάδη. Με καλεί σε απολογία και με απειλεί με στρατοδικείο για μη εκτέλεση διαταγής.
Η αγανάκτησή μου και η πικρία μου βρίσκονται στο αποκορύφωμα. Του απαντώ στα ίσα, «σύντροφε, Γιώργη, γιατί επιτρέπετε να γίνονται τέτοια πράγματα στην ταξιαρχία; Όταν δείτε να σας γυαλίζει καμιά θέλετε ντε και καλά να την πάρετε κοντά σας». Και του εξηγώ τι προηγήθηκε. Τον είδα κάπως να ταράζεται. Όμως αρνείται να κάνει πίσω. «Η διαταγή είναι διαταγή και πρέπει να εκτελεσθεί και μετά βλέπουμε και συζητάμε». Του ζήτησα προθεσμία μιας ημέρας και την πήρα.
Γράφω αυτές τις κουραστικές λεπτομέρειες για να δείξω τη νοοτροπία προϊσταμένων μας, αλλά και γιατί οι στιγμές αυτές στάθηκαν καθοριστικές για όλη μου τη ζωή, για το δεσμό μου με την πρόσχαρη, συνειδητή και προπαντός σεμνή αγωνίστρια που λεγόταν Ευδοξία. Την κάλεσα ιδιαίτερα και της είπα «Κορίτσι μου, θα πρέπει να φύγεις αύριο για την Ταξιαρχία. Γι’ αυτό τώρα θα πας στην επιμελητεία να πάρεις σαπούνι και αύριο το πρωί, αν είναι καλός ο καιρός, μαζί με τις άλλες κοπέλες θα κατεβείτε στο ρέμα, θα ανάψετε φωτιά για να πλυθείτε εσείς, να πλύνετε και τα ρούχα σας. Αν δεν έχεις άλλο παντελόνι θα σου δώσω εγώ». «Έχω», μου λέει, «ένα φουστάνι της μάνας μου στο γυλιό μου». Πήδηξα από τη χαρά μου. Αύριο, λοιπόν, θα φορέσει το φουστάνι της και θα πάει στη βρύση.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Μέσα μου πάλευαν διάφορα συναισθήματα μα η απόφαση είχε παρθεί, θα της πρότεινα να γίνει γυναίκα μου. Θα μου πείτε κεραυνοβόλος έρωτας; Όχι, μη βιαστείτε να κρίνετε. Είχα συζητήσει μαζί της εκείνες τις ημέρες για τη ζωή της, την καταγωγή της, την οικογένειά της. Μου είχε πει ότι η μάνα της είχε παντρευτεί ένα χήρο που έφερε μαζί του από την πρώτη του γυναίκα ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Πολυξένη. Η κυρά-Αθηνά, η μάνα της, παντρεύτηκε το Γιώργη με τις ευχές του παππού της –ενός λεβεντόκορμου Μακεδονομάχου, του κυρ-Τάσου κι έκανε δυο κόρες, την Ευδοξία και τη Στεφάνα που υπηρετούσε κι αυτή σε άλλο τμήμα του ΔΣΕ. (Η Στεφάνα πέθανε κάτω από άγνωστες συνθήκες μετά το 1950 στα Μπιτόλια της Γιουγκοσλαβίας).
Τα κορίτσια ορφάνεψαν από μικρά. Ο πατέρας τους, ο Γιώργης, πέθανε το 1936. Σαν ορφανή που ήταν την έστειλαν στο ορφανοτροφείο Καστοριάς όπου τελείωσε το Δημοτικό και έμαθε και κάτι από οικοκυρικά. Η μάνα της στο διάστημα αυτό έκανε έναν άλλο αποτυχημένο γάμο που της άφησε ένα αγόρι, τον Κώστα. Ο άντρας της εξαφανίστηκε, πιθανόν να βγήκε στο ΔΣΕ.
Η Κατοχή τη βρήκε στο χωριό της και το 1943 έγινε μέλος της ΕΠΟΝ εκεί. Βοήθησε παντοιοτρόπως τα τμήματα του ΕΛΑΣ κουβαλώντας νερό και βόλια στην πρώτη γραμμή της μάχης. Ας σημειωθεί ότι η συμμετοχή του χωριού της ήταν καθολική και στον ΕΛΑΣ και στον ΔΣΕ.
Το 1947 μη μπορώντας να αντέξει τους εξευτελισμούς του παρακράτους βγήκε στο Βίτσι και κατατάχτηκε στο ΔΣΕ στο τάγμα του Πολυνίκη. Όλα αυτά και προπαντός η φτώχια και η ορφάνια μ’ έκαναν να νιώσω οίκτο μαζί και μίσος για μερικούς παλιανθρώπους που δυστυχώς βρίσκονταν στις τάξεις μας και που είχαν μόνο μέλημά τους να χαρούν και να απολαύσουν τα τρυφερά κορμιά των κοριτσιών που πολλές φορές έπεφταν θύματα προϊσταμένων τους.
Πιο πάνω ανέφερα τη λέξη οίκτο. Αν της το έλεγα ή αν το διαισθανόταν είμαι σίγουρος ότι δεν θα το δεχόταν ποτέ γιατί ήταν πολύ περήφανη και αξιοπρεπής.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούσαν για τη μεγάλη απόφαση. Το προσωπάκι της γλυκό, το γέλιο της θαυμάσιο. Το μυαλό της δούλευε, οι γνώσεις της, βέβαια, υστερούσαν πολύ από το δικό μου επίπεδο εκείνη την εποχή. Αυτό όμως δεν με ενδιέφερε, γιατί οι γνώσεις αποκτιούνται. Εκείνο που μου έμενε να δω ήταν το σώμα της, το πόδι της το πρωί, όταν θα φορούσε το φουστάνι της. Το πρωί κατέβηκα στην πηγή λίγο αργά. Η μέρα ηλιόλουστη. Είχαν πλυθεί, είχαν πλύνει τα ρούχα τους και τα άπλωσαν για να στεγνώσουν. Την πλησίασα, την κοίταξα διακριτικά απ’ την κορφή ώς τα νύχια. Μου φάνηκε ότι έβλεπα ένα ζωντανό αρχαίο αγαλματάκι, θαύμασα το τρυφερό της στήθος που ξεχώριζε από το λίγο ντεκολτέ του φουστανιού της.
Την πήρα παράμερα και της είπα. «Κορίτσι μου, εκεί που θα πας δε θα σε θέλουν για τις υπηρεσίες σου στο τηλεφωνικό κέντρο, σε θέλουν για άλλες “υπηρεσίες”». Της έπιασα το χέρι και της είπα: «θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;». Δεν ξέρω ποιο αίσθημα ένιωσε εκείνη την ώρα. Ποτέ δεν τη ρώτησα στα 40 χρόνια συζυγικής ζωής. Θυμάμαι μόνο που με κοίταξε με κάποια έκπληξη, σαστιμάρα, ίσως και δυσπιστία, κοκκίνισε κι έσκυψε το κεφάλι. Εγώ το έπιασα απαλά, το έφερα κοντά μου, έσκυψα και τη φίλησα. Και τότε ένιωσα μέσα μου πως δε φίλησα μια κοπέλα ανυπεράσπιστη, ανίκανη ν’ αντισταθεί, μα φίλησα την Ευδοξία με την άδειά της, πως έκανα κάτι που και η ίδια το ποθούσε, γιατί κατάλαβε πως τα λόγια μου ήταν αληθινά και οι προθέσεις μου αγνές κι άδολες.
Σε λίγες μέρες μου είπε απ’ το τηλέφωνο να γνωστοποιήσω τις προθέσεις μου στον Τζαβέλα, ταγματάρχη, χωριανό και συγγενή της, πράγμα που έκανα και σ’ αυτόν και σ’ έναν άλλο χωριανό της, τον Κώστα Μαρκόπουλο. Ύστερα της είπα να ετοιμαστεί κι αφού πάρει φύλλο πορείας και τον σύνδεσμό μου να φύγει για την έδρα της ταξιαρχίας. Της ζήτησα να με ενημερώσει για ό,τι της συμβεί και να συμβουλεύεται τον φίλο μου, τον Μιχάλη Παπαδόπουλο, που ήταν στη Δ/νση της Ταξιαρχίας.
Έτσι κι έγινε, μόνο που μερικοί δε μπόρεσαν να μου συγχωρήσουν αυτή την απόφαση. Έτσι σε τρεις μέρες μ’ ανακαλούσαν στη διάθεση της ταξιαρχίας για να με μεταθέσουν ως ΠΕ στο τάγμα Τσικιρτζή.
Στην έδρα της ταξιαρχίας με κάλεσε ο ΠΕ ο αείμνηστος Τραϊφόρος –αδελφός του ποιητή Τραϊφόρου, συζύγου της Βέμπω– και μου είπε ότι με τον Σιωμάδη, που είμαστε φίλοι και χωριανοί, δεν θα ήταν σωστό να υπηρετούμε μαζί, γι’ αυτό θα με έστελνε στη θέση που ανέφερα παραπάνω, πολιτικό υπεύθυνο λόχου, κι αν ήθελα μπορούσα να πάρω και την Ευδοξία μαζί μου. Φαίνεται πως είχαν καταλάβει ότι εγώ έδειχνα ενδιαφέρον γι’ αυτήν. Απάντησα ότι θα πάω στη νέα μου θέση, αλλά η Ευδοξία θα μείνει στην έδρα της ταξιαρχίας. Δεν είπα, όμως, ότι θα γίνει γυναίκα μου. Αυτό έγινε ύστερα από ενάμισι μήνα στις 17-12-1948 μια ώρα πριν ξεκινήσει η ταξιαρχία για τη μεγάλη πορεία προς Έδεσσα-Νάουσα, μέσα σε πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες με μια τρομερή χιονοθύελλα.
Στο μεταξύ, όμως, παραθέτω ένα σημαντικό γεγονός αυτής της χρονικής στιγμής, την επίθεση στο Μπίκοβικ που ήταν αφορμή να γνωρίσω από κοντά το Γούσια.
Η γνωριμία μου με το Γούσια (υποθετική χρονιά Οκτώβρης 1948)
Ο Γιώργος Γούσιας (Βοντίτσιος) (Αρχείο ΑΣΚΙ) |
Εκείνο το βράδυ στην έδρα του τάγματος ήρθε ο Γούσιας με το επιτελείο του για να διευθύνει την επιχείρηση (κατάληψη του Μπίκοβικ). Καθίσαμε στο παρατηρητήριο απ’ όπου φαινόταν το Μπίκοβικ σε πολύ κοντινή απόσταση. Του προσφέραμε μέλι και καρύδια κι αρχίσαμε τη συζήτηση. Σημειώνω ότι εγώ δεν πήγα στη μάχη αλλά έμεινα στη γραμμή άμυνας του τάγματος με μια διμοιρία για την ασφάλεια του Γούσια. Σε λίγο έφτασε και η διοίκηση της μεραρχίας· μέραρχος ο Υψηλάντης (Αλέκος Ρόσιος) φιλόλογος από τη Σιάτιστα, και ΠΕ της μεραρχίας ο στενός μου φίλος Σταύρος Γιαννακόπουλος (το πραγματικό του όνομα) από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΠΟΝ στην Κατοχή,1 ο μετέπειτα Καπετάν Σταμάτης, Σταμάτης ο Ασταμάτητος, όπως τον αποκαλούσε ο Άρης, αρχηγός των ΕΠΟΝίτικων αντάρτικων σωμάτων στο Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, αργότερα στην προσφυγιά για λίγο στην Τασκένδη και μετά στη Μόσχα με το φιλολογικό ψευδώνυμο Πέτρος Ανταίος.
Σε λίγο καταφθάνει σύνδεσμος από το διοικητή του ορειβατικού πυροβολικού και αναφέρει ότι από τη θέση που είχαν στηθεί τα πυροβόλα δεν μπορούν να χτυπήσουν το Μπίκοβικ. Ο Γούσιας απευθύνεται στον Ανταίο και όχι στον Υψηλάντη για να ειδοποιήσει τηλεφωνικά την πυροβολαρχία που βρίσκεται στο χωριό Βατοχώρι να βάλει όσα βλήματα έχει. Ο Σταμάτης (Ανταίος) απαντά πως δεν υπάρχει τηλεφωνική σύνδεση κι αυτό γιατί δεν είχε το απαιτούμενο καλώδιο. Τότε ο Γούσιας, θεριό ανήμερο, πετάχτηκε αφρίζοντας και με χυδαίες βρισιές, «γαϊδούρι, τσακίσου, το Χριστό σου, θα σε σκοτώσω, σκασμός» και με άλλα τέτοια κοσμητικά περιέλουσε τον Σταμάτη μπροστά σε απλούς μαχητές όπως εμείς. Θυμάμαι πως ο Υψηλάντης ήταν έξαλλος μα δεν έβγαλε άχνα. Αργότερα, όπως μου είπε στη Σοβ. Ένωση, έθεσε το ζήτημα στο Ζαχαριάδη ο οποίος του είπε να μη δίνει σημασία στα λόγια του Γούσια. Σημειωτέον ότι η πεδινή πυροβολαρχία που μας είχε σταλεί από την Τσεχοσλοβακία διέθετε μόνον 24 βλήματα τα οποία και είχε ρίξει όταν ο Σταμάτης την ειδοποίησε με έφιππο σύνδεσμο.
Η εντύπωσή μου ήταν αλγεινή και έγινε ακόμη πιο αλγεινή όταν, χωρίς να ξέρω ότι αυτός είναι ο αρχηγός του ΔΣΕ κι αφού ηρέμησε η κατάσταση και έφυγε η διοίκηση της μεραρχίας, είχα την αφέλεια πάνω στη συζήτηση να τον ρωτήσω ποια εκτίμηση είχε για το ρόλο που θα έπαιζε ο Άρης στη δεδομένη στιγμή. Η απάντηση ήταν: «κολοκύθια, ο Άρης δεν θα μπορούσε να παίξει κανένα ρόλο». Σταμάτησα να δίνω συνέχεια γιατί έφτανε η ώρα 12 τη νύχτα που θα εκδηλωνόταν η επίθεση η οποία κατέληξε εκεί που κατέληξε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ιδρύθηκε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας στο σπίτι της Δουκίσσης Πλακεντίας, στις 23 Φλεβάρη του 1943.
Οκτώβρης 1948. Η κατάληψη του Μπίκοβικ
Το Μπίκοβικ είναι ένα ύψωμα γυμνό, πετρώδες δεσπόζει στην Καστοριά από βορρά. Η πρώτη απόπειρα για κατάληψη απέτυχε οικτρά και με μεγάλες απώλειες για μας. Στα μέσα Νοεμβρίου έγινε δεύτερη επίθεση και το ύψωμα κατελήφθη. Χρησιμοποιήσαμε την οχύρωση που είχε ο στρατός. Όπως ήταν γυμνό και πετρώδες και βάλλονταν από πυροβολικό και αεροπορία οι απώλειές μας ήταν τεράστιες. Την πρώτη μέρα αποδεκατίστηκε ολόκληρος ο λόχος που το κρατούσε. Σκοτώθηκε κι ένας εξάδελφός μου από τους Αμπελόκηπους, ο Αργύρης Κέντζιος. Το βράδυ παίρνω εντολή να αντικαταστήσω το λόχο αυτό με το δικό μου – ήμουν Πολιτικός Επίτροπός του. Το πυροβολικό δεν σταματούσε να βάζει όλη νύχτα. Έτσι, μόνο κατά την αντικατάσταση, είχα 3 νεκρούς και 10 τραυματίες. Όταν ξημέρωσε άρχισε η επίθεση του στρατού. Δεν άντεξα ούτε 2 ώρες, υποχώρησα σε δυο υψωματάκια πιο κάτω με χαρακώματα και πολυβολεία του στρατού. Ο διοικητής του λόχου τραυματίστηκε και έφυγε. Δεν έμεινε ούτε η μισή δύναμη του λόχου και περιορίστηκα να κρατώ το ένα μόνο υψωματάκι, το «Δόντι», ενώ το άλλο, το «Δοντάκι», το κατέλαβε ο στρατός. Δεν συνεχίζει όμως την επίθεση γιατί είχε κι αυτός σοβαρές απώλειες. Το μεσημέρι ήρθαν τρεις αντάρτες να μας φέρουν φαγητό και τους εντάσσω κι αυτούς στη μάχιμη δύναμη. Έχω μόνο ένα γέρικο οπλοπολυβόλο, λίγα αυτόματα και τουφέκια τα οποία βάζουν ομοβροντίες για να δίνουν την εντύπωση αυτομάτων.
Αυτό κράτησε ώς τις 5 το απόγευμα οπότε άρχισε γενική επίθεση του στρατού κι αναγκασθήκαμε να εγκαταλείψουμε κι αυτό το ύψωμα. Έμειναν γύρω στους 25 μαχητές σώοι, οι άλλοι τραυματίες και νεκροί.
Την επομένη ανασυγκρότησα το λόχο με εφέδρους από έμπεδα και νοσοκομεία. Μεταξύ των νέων μαχητών ήταν και μια ηρωική μορφή, η διμοιρίτισσα ανθ/γός Σοφία Κωνσταντινίδου από την Πτολεμαΐδα. Διοικητής του ανασυγκροτημένου λόχου τοποθετήθηκε ένας τιμωρημένος δ/τής τάγματος ο οποίος ανέλαβε πρωτοβουλίες για να ξαναχτυπήσουμε το Μπίκοβικ. Έτσι πρότεινε να κάνει ανιχνεύσεις γύρω από τα υψώματα Δόντι και Δοντάκι για να διαπιστώσουμε πώς και από ποια μεριά θα επιτεθούμε. Πήρε μαζί του 2 διμοιρίτες –η μια ήταν η Κωνσταντινίδου – 3 ομαδάρχες και 5 μαχητές κι ένα βράδυ έφυγε για ανίχνευση. Εγώ, ως πολιτικός επίτροπος του λόχου, όλη νύχτα βρισκόμουν στο παρατηρητήριο απέναντι από το χωριό Χαλάρα, στους πρόποδες του Μπίκοβικ. Οι ανιχνευτές σε απόσταση 100 μέτρων από το συρματόπλεγμα άφησαν τα παπούτσια τους και πλησίασαν τα συρματοπλέγματα χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Στην επιστροφή κατά το χάραμα, όταν φόρεσαν τις αρβύλες και ξεκίνησαν, κάποιος πάτησε μια νάρκη. Αποτέλεσμα 1 νεκρός και 3 τραυματίες, μεταξύ αυτών και η Σοφία Κωνσταντινίδου με τραύματα στα μάτια1 και ένας διμοιρίτης με σοβαρά τραύματα που αναγκάστηκαν να τον αφήσουν στη Χαλάρα. Αυτόν τον σκότωσαν οι στρατιώτες εν ψυχρώ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Η Σοφία μεταφέρθηκε στην Αλβανία και από κει στην Ουγγαρία. Το ένα μάτι της το αφαίρεσαν, το άλλο έμεινε τυφλό με πολλές ελπίδες αποκατάστασης. Το 1950, όταν έφτασε στην Τασκένδη, την είδε ο μεγάλος Ρώσος οφθαλμίατρος Φιλάτωφ και υποσχέθηκε να τη γιατρέψει, αλλά για κακή της τύχη ο Φιλάτωφ σε λίγο απεβίωσε και η Σοφία έμεινε τελείως τυφλή στα 23 της χρόνια. Στην Τασκένδη την παντρεύτηκε από οίκτο ο φίλος μου και πατριώτης δικηγόρος, Γιάννης Σπάλας από την Καστοριά. Μείναμε πολλά χρόνια στο ίδιο σπίτι. Αργότερα έμαθε να διαβάζει με τη μέθοδο των τυφλών. Εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και μόνο με την παρακολούθηση των διαλέξεων και φυσικά με τη βοήθεια του άνδρα της έμαθε τη μέθοδο ανάγνωσης των τυφλών και σε 5 χρόνια τελείωσε με άριστα το πανεπιστήμιο. Από το 1960 έζησε στη Μόσχα, επαναπατρίστηκε το 1976 στην Πτολεμαΐδα και εδώ και 10 χρόνια ζει στην Αθήνα.
Καϊμακτσαλάν-Έδεσσα (20-22 Δεκέμβρη 1948)
Ας συνεχίσουμε τώρα τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1948. Ύστερα από λίγες μέρες πορείας με χιονοθύελλα φθάσαμε στο Καϊμακτσαλάν, στο χωριό Κερασιές. Στις 22-12-1948 η ταξιαρχία μας επιτέθηκε με 2 τάγματα στην Έδεσσα. Ο λόχος μου επιτέθηκε και κατέλαβε το χωριό Μεσημέρι που το υπερασπιζόταν μια διμοιρία στρατού και μια ΜΑΫδων. Αυτή ήταν και η μόνη επιτυχία της ταξιαρχίας μας. Η Ευδοξία εκείνο το βράδυ βρισκόταν στο σταθμό διοίκησης της ταξιαρχίας, κοντά στην Έδεσσα. Οπισθοχωρώντας προς τα υψώματα Λύκοι το βραδάκι κάτω από τα καταιγιστικά πυρά των τανκς φτάσαμε στο χωριό Νόρμα. Εκεί συνάντησα την Ευδοξία και της έφερα ένα μεγάλο δώρο· ένα καρβέλι ψωμί, λίγο τυρί και μια ολοκαίνουργια εγγλέζικη κουβέρτα χακί, την οποία σε λίγες μέρες μετέτρεψε σε πανταλόνι.
Τις 5-6 μέρες που ακολούθησαν ώς τις 28-12-1948 τις αφιερώσαμε σε ξεκούραση, στην κριτική της μάχης και σ’ ένα στρατοδικείο που έγινε στην ύπαιθρο με κατηγορούμενο έναν λοχαγό του τάγματος, το Λάκη, φοιτητή από το Βόλο, γιατί εγκατέλειψε τη θέση του η οποία παρείχε κάλυψη στο λόχο μου από τυχόν επίθεση απ’ τη μεριά του Άγρα.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα που το αφιερώνω στη μνήμη της αγαπημένης μου Ευδοξίας, της Ντούσιας, όπως θα την φωνάζουν αργότερα οι φίλες και συνάδελφοί της στη Σοβ. Ένωση, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες των μαχών εκτός από ορισμένες πτυχές που αφορούν σε πρόσωπα που θυσιάστηκαν για να καλύψουν αδυναμίες άλλων και προπαντός των στελεχών της ανίκανης καθοδήγησης Ζαχαριάδη, δηλ. του Γούσια, του Βλαντά, του Μπαρτζιώτα.
Έτσι στις 28-12-1948 με κάλεσε ο Γούσιας παρουσία του διοικητή της ταξιαρχίας Γ. Γεωργιάδη και μου είπε ότι με ορίζει λαϊκό επίτροπο του Στρατοδικείου στο οποίο θα δικαστεί ο λοχαγός Λάκης για εγκατάλειψη θέσης. Το στρατοδικείο θα συνεδριάσει στην ύπαιθρο για λόγους ασφάλειας από επιδρομές της αεροπορίας και θα παραβρεθούν αντιπροσωπείες απ’ όλα τα τμήματα. Κατάλαβα πού το πήγαινε. Ήθελε την καταδίκη του λοχαγού την οποία θα χρησιμοποιούσε αργότερα ενάντια στο Γεωργιάδη. Οι αντιρρήσεις που είχα –γιατί ο Λάκης ήταν φίλος μου και συναγωνιστής μου– δεν τον έπεισαν να με απαλλάξει. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα ύστερα από 40 χρόνια να περιγράψω την πολυπλοκότητα και τη σοβαρότητα των γεγονότων εκείνης της εποχής.
Οι παραλείψεις του Λάκη ήταν πολύ σοβαρές και αυστηρά κολάσιμες. Υπήρχαν βέβαια και τα ελαφρυντικά στοιχεία για εκείνον που βάραιναν όμως άλλους, προϊσταμένους του, με πρώτο το Γούσια.
Τη νύχτα εκείνη 22-12-1948 έκανε τρομερό ψύχος, χιόνι με παγωνιά πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Με το τμήμα μου καθώς και του Λάκη περάσαμε τον ποταμό Βόδα στην περιοχή που βρίσκεται τώρα ο σταθμός της ΔΕΗ. Κανείς δεν είχε φροντίσει να φτιάξει μια πρόχειρη γέφυρα εκεί. Πηδούσαμε στα παγωμένα νερά πιασμένοι από ένα σχοινί για να μη μας παρασύρει το ρεύμα. Όταν περάσαμε στην απέναντι όχθη τα ρούχα μας πάγωσαν πάνω στο πετσί μας.
Ο λόχος μου βρισκόταν σε κίνηση γιατί πέρασε στην επίθεση, κατέλαβε το χωριό, έβγαλε σκοπούς και οι μαχητές μπήκαν στα σπίτια, στέγνωσαν, ζεστάθηκαν, έφαγαν κι έτσι όλη τη μέρα αντέκρουσαν τις επιθέσεις. Οι μαχητές όμως του λόχου του Λάκη κόλλησαν στην παγωμένη γη με μέτωπο προς Άγρα κι όπως ήταν φυσικό οι πιο πολλοί πάγωσαν κι όσοι είχαν εφεδρικά εσώρουχα και πανταλόνια τους έπιασε ο ύπνος, με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν και να τραπούν σε φυγή, ευτυχώς προς το τέλος της ημέρας. Ο λόχος μου γλίτωσε την αιχμαλωσία ως εκ θαύματος. Πήρε τους τραυματίες, άφησε όμως τρεις νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Στο Στρατοδικείο προσπάθησα, όσο μου ήταν δυνατόν, να δώσω στο Λάκη να καταλάβει πως έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του κι ακόμα τον ρώτησα μήπως οι γνώσεις και η εμπειρία του δεν ήταν αρκετές να διοικήσει λόχο, άρα μήπως φταίνε και κάποιοι άλλοι που τον τοποθέτησαν διοικητή. Ο Λάκης καθώς ήταν παλικάρι και περήφανος δεν έκανε χρήση αυτών των ελαφρυντικών. Έτσι ζήτησα να του επιβληθεί η εσχάτη των ποινών, πράγμα που έγινε. Αμέσως μετά παίρνω το λόγο και ζητώ από το στρατοδικείο να γίνει δεκτή μια αίτηση χάρητος. Το στρατοδικείο την αποδέχεται κι ο Λάκης αντί για εκτέλεση αμέσως παραδίδεται στη διμοιρία σαμποτέρ έως ότου έρθει απάντηση από το Γενικό Στρατηγείο.
Το ίδιο βράδυ 28-12-1948 το εκστρατευτικό τμήμα επιτίθεται στην Αριδαία. Η ταξιαρχία μας είναι εφεδρεία εκτός από το τάγμα Τσικιρτζή που ανέλαβε αποστολή να εξοντώσει ένα λόχο του αντιπάλου που βρίσκεται οχυρωμένος στο σχολείο του χωριού Πιπεριά. Η επιτυχία στηρίζεται στο στοιχείο του αιφνιδιασμού, πράγμα αδύνατο γιατί ο αντίπαλος παρακολουθεί όλες τις κινήσεις. Ο αιφνιδιασμός δεν πέτυχε. Η μάχη μαίνεται, τα πάντσερ που έχουμε είναι μικρής εμβέλειας και δεν φτάνουν το στόχο. Ζητώ αντιαρματικό. Μόλις το στήνω ένα βλήμα όλμου το διαλύει σκοτώνοντας και τον ΠΕ του τάγματος Παπαδημητρίου. Τραυματίζομαι κι εγώ· ένα κομμάτι από βλήμα όλμου σφηνώνεται στην κλείδωση του αγκώνα στο αριστερό μου χέρι. Το αίμα τρέχει μα δεν πονώ, γι’ αυτό και δεν εγκαταλείπω τη μάχη. Η ώρα θα είναι 2 τα μεσάνυχτα. Προσπαθώ να πλησιάσω από αριστερά, το κρύο κι η παγωνιά δυναμώνει κι ο πόνος τώρα είναι αβάσταχτος. Ψάχνω για νοσοκόμα, πουθενά. Γίνεται χαλασμός από πυρά και προπαντός από εκρήξεις βλημάτων ολμίσκων που μας βρίσκουν παντού.
Αποχωρώ μόνος προς το σταθμό διοίκησης της ταξιαρχίας. Στο δρόμο και μες στο πυκνό σκοτάδι μαθαίνω πως εκεί από βλήμα πυροβολικού σκοτώθηκε ο Ριζόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών της ταξιαρχίας από το χωριό Λάγγα. Η Ευδοξία είναι καλά. Έμαθε για τον τραυματισμό μου μα δεν μπόρεσε να με βρει μέσα στο πανδαιμόνιο. Βρίσκω το σταθμό πρώτων βοηθειών. Εκεί ο φίλος μου, ο γιατρός Βασίλης Δαδαλιάρης,1 μου επιδένει το τραύμα. Μαζί με άλλους τραυματίες τραβάμε για το νοσοκομείο που βρίσκεται πάνω από τα λουτρά στο Καϊμακτσαλάν μέσα σε μια σπηλιά.
Φτάνω εκεί το βράδυ της 29-12-1948 με αβάσταχτους πόνους. Βρίσκω το Δημ. Σιωμάδη ελαφρά τραυματισμένο από τη μάχη της Έδεσσας. Μένουμε εκεί ώς τις 2-1-1949 οπότε ολόκληρη φάλαγγα από τραυματίες περνούμε τα σύνορα και φτάνουμε στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί στοιβαγμένοι σε κάτι παλιόσπιτα βρίσκω βαριά τραυματισμένη τη Μαρίκα από τον Αετό που έγραψα στην αρχή. Από τότε δεν την ξαναείδα.
Οι Γιουγκοσλάβοι μας περιποιούνται και μας προωθούν στη Βουλγαρία και οι Βούλγαροι στη Ρουμανία για να καταλήξουμε τελικά στα Καρπάθια στην πόλη Σινάια της Ρουμανίας. Ο νους μου είναι στην Ευδοξία. Τι να απέγινε, ζει ή χάθηκε; Οι μέρες περνούν και οι πληροφορίες που φτάνουν είναι άσχημες. Μαθαίνουμε ότι στο χωριό Νόρμα σκοτώθηκε από επιπολαιότητα του διοικητή –ήταν ο Κουνέλης που είχε δημιουργήσει το πρόβλημα με τις τηλεφωνήτριες Ευδοξία και Βάσω– όλη η διμοιρία σαμποτέρ μαζί κι ο Λάκης από έκρηξη νάρκης, τύπου τελερμάιν, κατά την ώρα μαθήματος. Μια ανάσα παίρνουμε όταν μαθαίνουμε για την κατάληψη της Νάουσας. Αμέσως μετά έρχεται η ψυχρολουσία από την αποτυχία της Φλώρινας. Μόνη προσωρινή επιτυχία η κατάληψη του Καρπενησίου.
Στη Σινάια βρίσκεται το άλλοτε πολυτελές καζίνο που διέθετε αίθουσες θεάτρου με περιστρεφόμενη σκηνή, το οποίο έχει μετατραπεί σε χειρουργείο και νοσοκομείο. Το προσωπικό μας φέρεται άψογα, οι γιατροί είναι επιφανείς καθηγητές, ο χειρούργος μάλιστα έχει ανακληθεί από το Παρίσι.
Εδώ βρίσκεται και η Θάλεια Χατζηδάκη, η γυναίκα του Πορφυρογένη. Φαίνεται κάπως παραγκωνισμένη. Ασχολείται με μεταφράσεις από γαλλικά περιοδικά και εφημερίδες για τις ανάγκες, προφανώς, του κινήματος και του ραδιοφωνικού σταθμού μας.
Είμαι μέλος της κομματικής επιτροπής του νοσοκομείου αλλά και ο μόνος που μπορώ και κινούμαι γιατί είμαι τραυματισμένος στο χέρι. Η Θάλεια με παίρνει για γραμματέα της στις μεταφράσεις. Παίρνω μέρος σε συσκέψεις, ταξιδεύω με το Λευτέρη Αποστόλου –αδελφό της Ηλέκτρας Αποστόλου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αθήνα– και τον Πορφυρογένη στο Βουκουρέστι.
Εδώ θα σταθώ για λίγη αυτοκριτική, άλλωστε αυτό δεν το απέκρυψα από την Ευδοξία και πολλές φορές το διηγιόμουν αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Ύστερα από τόσες και τόσες ταλαιπωρίες, πείνα, δίψα, τραυματισμούς, σκληρές μάχες κι ολονύκτιες πορείες, η ζωή μας στο καζίνο έμοιαζε με παράδεισο. Νεαρές, όμορφες, μορφωμένες και καλλιεργημένες διερμηνείς, γιατροί και νοσοκόμες Ελληνορουμάνες, Ρουμάνες και Μαγιάρες (Ουγγαρέζες) μας φροντίζουν και μας περιποιούνται. Ήμασταν γι’ αυτές θρύλος, οι ηρωικοί αγωνιστές που μάχονταν για τα πανανθρώπινα ιδανικά της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Στην ηλικία που βρισκόμουν τότε (25 χρονών) ήταν αδύνατον ν’ αποφύγεις τον πειρασμό.
Μια απ’ αυτές η Αιμιλία Γκρου με μάγεψε σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορώ ή και να μη θέλω να θυμάμαι την Ευδοξία. Φεύγοντας μου αφιέρωσε και κάποιες φωτογραφίες της που τις κρατούσα σαν μια παλιά ανάμνηση και στη Σοβ. Ένωση.
Στα τέλη Μαρτίου 1949, αφού μου αφαίρεσαν με εγχείριση το βλήμα, έγινα τελείως καλά. Στις αρχές Απρίλη γύρω στους 800 αναρρώσαντες τραυματίες, κυρίως από τη Ρουμανία, γυρίσαμε στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας με γιουγκοσλαβικά αυτοκίνητα μέχρι το Λευκώνα Πρεσπών. Με βάση αυτό το δυναμικό συγκροτήθηκε η 105η ταξιαρχία του ΔΣΕ με διοικητή το Θανάση Γκένιο (Λασάνη) και ΠΕ το Λεωνίδα Τζεφρώνη. Τη διοίκηση του 2ου τάγματος ανέλαβε ο Αλέκος Καπλάνης με ΠΕ εμένα. Η ταξιαρχία ήταν εφεδρική της 10ης μεραρχίας με διοικητή το Νίκο Θεοχαρόπουλο (Σκοτίδα) και ΠΕ το Νίκο Μπελογιάννη.
Κατασκηνώσαμε κοντά στο νοσοκομείο της μεραρχίας όπου προΐστατο ο Βασίλης Δαλαγιάννης στα υψώματα βόρεια από το χωριό Ανταρτικό. Ε, λοιπόν, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ξανά στην Ελλάδα, και μάλιστα στην τελευταία, την πιο δύσκολη φάση του δράματος που παιζόταν στο Βίτσι και στο Γράμμο, η σκέψη μου ήταν στην Ευδοξία. Κάποιες τύψεις με βασάνιζαν μέρα νύχτα κι ένας τρελός έρωτας φλόγιζε την καρδιά μου. Ρωτούσα όποιον έβρισκα να μάθω αν ζει και πού βρίσκεται. Μου είπαν πως πήρε μέρος σ’ όλες τις δύσκολες μάχες της Νάουσας που είχε επιτυχία μα και της Φλώρινας όπου έμεινε κλεισμένη στον κλοιό, πως δίπλα της σκοτώθηκε ο νέος ταξίαρχος της 14ης ταξιαρχίας ο Λευτεριάς. Και πως τώρα, αρχές Μαΐου 1949, βρίσκεται στο τηλεφωνικό κέντρο της 14ης ταξιαρχίας η οποία βρίσκεται στα υψώματα Μπέλα Βόντα πάνω από τη Φλώρινα ανάμεσα στο Πισοδέρι και τον Άγιο Γερμανό. Έκλαψα από χαρά. Ώστε θα δω το γελαστό προσωπάκι της, το άδολο βλέμμα της;
Επιδίωξα επαφή μαζί της τηλεφωνικά. Της είπα να ζητήσει μετάθεση στην 105η ταξιαρχία και να έρθει να με βρει. Η μετάθεση ήταν αδύνατη. Ο νέος ταξίαρχος Σοφιανός ήταν ανένδοτος. Της έδωσε όμως άδεια να έρθει να με δει.
Ήταν απομεσήμερο του Μάη όταν, μαζί με την υπεύθυνη γυναικών της 105ης ταξιαρχίας, Ανθούλα, πήγαινα από την έδρα της ταξιαρχίας στην έδρα του τάγματος. Το δρομάκι περνούσε μέσα από το δάσος όπου άκουγες το κελάηδημα των πουλιών, πράγμα πολύ σπάνιο στα ταραγμένα και αιματοβαμμένα βουνά την εποχή εκείνη. Η Ανθούλα με ρώτησε αν είμαι παντρεμένος κι εγώ, κάπως αμήχανα κι ένοχα, είπα όχι. Προχωρώντας πιο πέρα σταμάτησα για λίγο κοντά σε μια βρύση με κρύο, γάργαρο νερό κοντά στο ορεινό χειρουργείο. Βλέπω στην πλαγιά του δάσους ν’ ανηφορίζει ένας επιλοχίας μ’ ένα αυτόματο στον ώμο. Τα ’χασα, σάστισα, έκανα μια στροφή προς τη βρύση κι έκανα πως τάχα θέλω να πιώ νερό. Εκείνη τη στιγμή πήδηξε επάνω μου ο επιλοχίας κι εγώ γύρισα απότομα. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Ανθούλας. «Ανθούλα», της λέω, «να σου συστήσω την αρραβωνιαστικιά μου, τη γυναίκα μου. Τη λένε Ευδοξία». «Άαα! ώστε είσαι παντρεμένος!», ήταν η απάντησή της.
Μείναμε κοντά στο νοσοκομείο όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, μα κοιμηθήκαμε χώρια.
Η 14η ταξιαρχία που την είχε προβιβάσει στο βαθμό του επιλοχία μηχανικού και είχε προτείνει στο Γενικό Αρχηγείο να ονομαστεί ανθ/γός μηχανικού για ηρωισμό και ανδραγαθία στη μάχη της Φλώρινας δεν την άφηναν να έρθει, όπως έγραψα, στην 105η ταξιαρχία. Χρειάστηκε η επέμβαση του Νίκου Μπελογιάννη και του Σκοτίδα. Έτσι μια μέρα του Μάη ύστερα από την επιτυχή μάχη στα Κουλουκουθούρια πήγα στην έδρα της 14ης ταξιαρχίας, την πήρα απ’ το χέρι και φύγαμε. Τότε της δώρισα κι ένα ωρολόγι του χεριού που είχα αλλάξει με ένα ’Ωμέγα τσέπης μ’ ένα μαχητή του ΔΣΕ.
Το βράδυ μείναμε στο χωριό Ανταρτικό κι ήταν η πρώτη βραδιά που πλαγιάσαμε μαζί. Από τότε μέχρι την υποχώρησή μας στις 29-8-1949 βρισκόμασταν σχεδόν πάντα ο ένας πλάι στον άλλον σε όλες τις δοκιμασίες και σε όλες τις μάχες. Θα αναφερθώ μόνο σε μια απ’ αυτές γιατί παραλίγο να είχε έρθει τότε το μοιραίο τέλος.
Η επίθεση που εκδηλώθηκε στα μέσα Ιουλίου από τον κυβερνητικό στρατό στο Βίτσι τελείωσε άδοξα για τον ΔΣΕ μέσα σε 2-3 μέρες. Τα τμήματα του ΔΣΕ μέσω Αλβανίας πέρασαν στο Γράμμο. Μαζί κι εγώ με την Ευδοξία. Το σύνθημά μας «άπαρτο Βίτσι, απάτητος Γράμμος» είχε διαψευστεί κατά το ήμισυ. Όλοι μας πάθαμε ένα μεγάλο σοκ μα δεν τολμούσαμε να πούμε σε κανέναν τίποτα. Στο βάθος όμως πιστεύαμε ότι η ηγεσία κρατούσε κάποια κρυμμένα χαρτιά που θα τα έβγαζε την κατάλληλη ώρα. Σύντομα όμως όλα αυτά αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες, το τέλος πλησίαζε με αφάνταστα γρήγορους ρυθμούς. Η χαριστική βολή είχε δοθεί από καιρό με το περίφημο εκείνο «Σφερνούν» του Στάλιν – και ομότιτλο βιβλίο του Μέρτζιου «Να τα μαζέψουμε».
Όλα τα τμήματα του ΔΣΕ συγκεντρώθηκαν στο Γράμμο περιμένοντας την εκδήλωση της νέας επίθεσης η οποία εκδηλώθηκε στα μέσα Αυγούστου. Η ταξιαρχία μας κατέλαβε θέσεις στον Ανατολικό Γράμμο με έδρα διοίκησης τη θέση Φλάμπουρο.
Εγώ υπηρετώ στη διοίκηση της 105ης ταξιαρχίας ως βοηθός του ΠΕ Λ. Τζεφρώνη με διοικητή τον Γιώργη Τσικαρδώνη και επιτελάρχη το Θόδωρο Καλλίνο (Αμάρμπεη).
Στην έδρα δεν βρήκα κανέναν. Πολλοί μαχητές ανάμεσά τους και τραυματίες περιφέρονταν πανικόβλητοι μέσα στο δάσος. Πιο πέρα στη χαράδρα, κοντά στις αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών, ένας λόχος τραυματιοφορέων καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια. Από παντού σφυρίζουν οι σφαίρες των πολυβόλων και των αυτομάτων. Κανείς δεν ξέρει τι να κάνει.
Ρωτώ έναν αξιωματικό να μου πει τι γίνεται κι αυτός μου απαντάει «σύντροφε, είμαστε κυκλωμένοι, ο καθένας, όπως μπορεί, ας ξεφύγει». Η πρώτη μου δουλειά ήταν να συγκεντρώσω όλους τους τραυματίες όπως τον παλιό μου φίλο και συναγωνιστή, Νίκο Σαββόπουλο από το Καλοχώρι Καστοριάς, να τους δώσω όπλα και αυτόματα. Έτσι συγκέντρωσα γύρω στους 35 μαχητές. Κάθισα κάτω από ένα δένδρο, προσπάθησα να συγκεντρωθώ και να πάρω μια απόφαση. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να χτυπήσω με συγκεντρωτικά πυρά σε ένα σημείο μέσα στο δάσος να σπάσω τον κλοιό και να φύγω προς την κατεύθυνση από την οποία είχε εκδηλωθεί η επίθεση και μετά να τραβήξω για τα Καστανοχώρια κι από κει για Σινιάτσκο-Βίτσι. Τέτοιο εγχείρημα είχα κάνει και τον Ιούλιο του 1948 στο Γράμμο και πέτυχα. Ο αντίπαλος δε θα το περίμενε. Ύστερα ρώτησα αν είδε κανείς προς ποια κατεύθυνση τράβηξε ο διοικητής της ταξιαρχίας. Μου είπαν πως έφυγε προς το ερειπωμένο χωριό Γράμμουστα και πως μαζί τους ήταν και η Ευδοξία με τον τηλεφωνικό σάκο στον ώμο. Τότε πήρα την απόφαση να χτυπήσω προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που σχεδίαζα, δηλ. προς τη Γράμμουστα.
Τράβηξα μπροστά με το αυτόματο στο χέρι. Όσο προχωρούσαμε στη δασωμένη πλαγιά τα πράγματα ήταν καλά. Μόλις όμως βγήκαμε στο ξέφωτο και πλησιάζαμε την κορυφή τα πυρά θέριζαν κυριολεκτικά. Ο ήλιος έγερνε στο βασίλεμα. Τα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά μα δεν πολυβολούσαν μη χτυπήσουν τους δικούς τους και για καλή μας τύχη η κορυφή ήταν ακόμα ανοιχτή. Από δεξιά μας σε απόσταση 50 μέτρων έτρεχαν οι στρατιώτες όρθιοι βάζοντας κατά πάνω μας. Μια ριπή προς το μέρος τους τους καθήλωσε για 10 λεπτά στο έδαφος, χρόνος αρκετός για να περάσουν προς την αντίθετη πλαγιά πάνω από 100 με 150 μαχητές. Οι υπόλοιποι έστριψαν αριστερότερα και πέρασαν άλλοι τόσοι.
Νύχτωσε. Στον κλοιό που είχε ήδη σχηματιστεί έμειναν πολλοί μαζί μαχητές κι άλλοι τραυματίστηκαν κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από το τμήμα είχαν σκοτωθεί πάνω από 10 άτομα και τραυματίστηκαν πολλοί. Συγκέντρωσα κι άλλους και πήρα την απόφαση να μην κατέβω στη χαράδρα, στο χωριό Γράμμουστα, αλλά να τραβήξω για την κορυφή του Γράμμου, το 2522. Βαδίζοντας προς αυτή την κατεύθυνση νύχτα πέσαμε σε ενέδρα που είχε στήσει ο στρατός. Έτσι αναγκάστηκα να κατέβω στη Γράμμουστα. Εκεί συνάντησα τη διοίκηση και πολλούς μαχητές άλλων τμημάτων. Εκεί βρήκα και την Ευδοξία, την αγκάλιασα κλαίγοντας. Είχαμε νικήσει το χάρο. Της πήρα το τηλέφωνο και την άφησα να κουβαλάει την κόρη μας την Αγνή που κουβαλούσε στην κοιλιά της.
Στα τμήματα επικρατούσε σύγχυση. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν να περάσουμε την κορυφή ή μάλλον τον αυχένα ανάμεσα στα υψώματα της Αετομηλίτσας (Ντένιτσκο) και την κορυφή του 2522. Η πλαγιά και το βουνό είναι γυμνό και βραχώδες. Υπάρχει μόνο ένα μονοπάτι που είναι επισημασμένο από καιρό από τον αντίπαλο και ο οποίος όλη τη νύχτα βομβαρδίζει με το βαρύ πυροβολικό από τη Γουρούσια της Κοτύλης. Ώς το πρωί όλα τα τμήματα είχαν περάσει το δύσκολο αυτό μονοπάτι. Το πρωί είχε αρχίσει η επίθεση για την κατάληψη του 2522. Ισχυρές δυνάμεις του εθνικού στρατού βάδιζαν κατά μήκος των συνόρων να μας κόψουν το δρόμο της υποχώρησης προς το χωριό Χιονάδες. Ευτυχώς που τα τμήματα της Σχολής αξιωματικών τους έφραξαν το δρόμο. Το 2522 αντιστέκονταν ζωσμένο με τους καπνούς των εκρήξεων.
Την επομένη 29-8-1949 μέσω του χωριού Χιονάδες περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στο αλβανικό έδαφος.
Έτσι τελείωσε η τρίχρονη σκληρή και αιματηρή δοκιμασία και άρχιζε μια άλλη ζωή μακριά από την πατρίδα.
Την άλλη μέρα όλα τα τμήματα παραδώσαμε όλο τον οπλισμό μας. Μας κατέλαβε ένα αίσθημα θλίψης γιατί μόνο τότε συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε χάσει οριστικά τον αγώνα, πως ήμασταν οι ηττημένοι. Κι ας μας διαβεβαίωνε η ηγεσία μας για το αντίθετο, για μια προσωρινή ανάπαυλα για το δεύτερο γύρο. Από την άλλη μεριά γεννιόνταν σε μας κάποιες ελπίδες γιατί τουλάχιστον θα ξεκουραζόμασταν, έστω και για λίγο, ύστερα από τόσες ανείπωτες ταλαιπωρίες.
Η Ευδοξία δεν ένιωθε καλά γι αυτό κι έφυγε για το νοσοκομείο της Κορυτσάς –ήταν, όπως είπα, έγκυος. Εκεί βρήκε την «πεθερά» μας την αείμνηστη αγωνίστρια Σουλτάνα Λιάκου, σύζυγο του αγωνιστή, καπετάνιου του ΕΛΑΣ και ταξιάρχου του ΔΣΕ Παπαδημητρίου Ηλία (καπετάν Λιάκου) από το χωριό Τσακνοχώρι Τσοτυλίου. Κι οι δυο τους άφησαν την τελευταία τους πνοή στα Σκόπια Γιουγκοσλαβίας όπου έζησαν το 1974-76 όταν επέστρεψαν από τη Σοβιετική Ένωση.
Εγώ με την ταξιαρχία έφυγα για το στρατόπεδο στο χωριό Μπουρέλι. Ύστερα από 15-20 μέρες στο Μπουρέλι άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες ότι γρήγορα θα φεύγαμε για άλλη χώρα. Συγχρόνως όμως η ηγεσία και συγκεκριμένα ο Βλαντάς καλούσε κατ’ ιδίαν έναν έναν, κυρίως αξιωματικούς, και τους έκανε διάφορες ερωτήσεις που άφηναν την εντύπωση ότι ετοίμαζαν παράνομες αποστολές στην Ελλάδα. Εμένα π.χ. με ρωτούσε για ώρες αν ξέρω καλά τη Θεσσαλονίκη, αν έχω δικούς μου, γνωστούς κι αν είμαι διατεθειμένος να πάω για δουλειά εφόσον χρειαστεί. Απάντησα θετικά.
Έγραφα σχεδόν καθημερινά στην Ευδοξία να έρθει όσο μπορεί πιο γρήγορα από την Κορυτσά γιατί υπήρχε κίνδυνος να μας στείλουν σε διαφορετικές χώρες, όπως έγινε με πολλά ζευγάρια που έκαναν 2-3 χρόνια να ενωθούν. Στις αρχές του Οκτώβρη έφτασε επιτέλους στο Μπουρέλι κι έτσι μαζί επιβιβαστήκαμε στο φορτηγό σοβιετικό πλοίο «Βλαδιβοστόκ» χωρητικότητας 12.000 τόνων στα αμπάρια του οποίου έγιναν πρόχειρα κρεβάτια για να μεταφέρουν 1000 περίπου μαχητές. Το πλοίο έφυγε από το Δυρράχιο στις 16-10-1949 για άγνωστη κατεύθυνση. Μόνον ύστερα από 8 μέρες που φτάσαμε νύχτα στην Κωνσταντινούπολη αρχίσαμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Και την επομένη πλέοντας στη Μαύρη θάλασσα προς Οδησσό μας ανακοίνωσαν πως πηγαίναμε στη Σοβιετική Ένωση. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Μια μέρα μετά αποβιβαστήκαμε στην πόλη Πότι κοντά στο Σουχούμι.
Ήμασταν εξαντλημένοι και κατάκοποι, νηστικοί και διψασμένοι. Το πλοίο δεν είχε τη δυνατότητα να μας εφοδιάσει με πόσιμο νερό. Τρώγαμε μόνο ξηρά τροφή (κονσέρβες) όλο το διάστημα. Η μεγάλη τρικυμία στο Αιγαίο μας εξάντλησε ακόμη πιο πολύ. Εδώ στο Πότι μείναμε λίγες μέρες. Φάγαμε ζεστό φαΐ, πλυθήκαμε, περάσαμε από κλίβανο. Ύστερα μας στρίμωξαν σε κάτι βαγόνια που έγραφαν 20 ίπποι, 200 πρόβατα, 1000 κότες. Έτσι φτάσαμε στο Μπακούμ, πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Επιβιβαστήκαμε σε πολυτελή πλοία για την απέναντι όχθη της Κασπίας θάλασσας στο Κρασνοβόρτσκ της Τουρκμενικής Δημοκρατίας. Επιβιβαστήκαμε πάλι σε φορτηγά βαγόνια κι έτσι στις 4-11-1949 το μεσημέρι φτάσαμε στην πόλη Τασκένδη, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Ήταν παραμονές της 32ης επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Οι μαχητές και αξιωματικοί της 105ης ταξιαρχίας, περίπου 800 άτομα, πήγαμε στην 8η «Πολιτεία» από τις 15 που είχαν δημιουργηθεί. Η μικρή αυτή «Πολιτεία», που αποτελούνταν από μονώροφα κτίσματα, παραπήγματα και στρατώνες, βρισκόταν κοντά στο υφαντουργικό εργοστάσιο της πόλης που εκείνη την εποχή αριθμούσε 22.000 εργάτες. Σ’ αυτό θα δουλεύαμε κι εμείς.
Είναι αλήθεια ότι οι Σοβιετικοί μας δέχτηκαν πολύ καλά και μας περιποιήθηκαν με πατρική στοργή. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν τεράστιες δυσκολίες γιατί μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος ο οποίος εκτός από τα 20.000.000 θύματα είχε συσσωρεύσει και τεράστιες καταστροφές. Και ενώ αντιμετώπιζε σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα για το λαό της, εμείς τρώγαμε πλουσιοπάροχα για την εποχή εκείνη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Θα ήθελα να γράψω δυο λόγια για τον αγωνιστή, το γιατρό, τον άνθρωπο Βασίλη Δαδαλιάρη.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Βουβάλια Ελασσόνας. Στην περίοδο της Κατοχής πήρε ενεργό μέρος στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τις τάξεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Για τη δράση του αυτή, το Μάρτη του 1944, εξελέγη αντιπρόσωπος (βουλευτής) της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) που συνήλθε, το Μάη του 1944, στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας και εξέλεξε την κυβέρνηση του βουνού. Η ψηφοφορία έγινε στις κατεχόμενες πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας.
Κατατάχτηκε στο ΔΣΕ και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες ως γιατρός και υπεύθυνος στα διάφορα νοσοκομεία του ΔΣΕ. Συνδέθηκα μαζί του πολύ φιλικά, το 1949 τον Απρίλη, όταν επέστρεψα από τη Ρουμανία όπου νοσηλεύτηκα μετά τον τραυματισμό μου στο χωριό Πιπεριά Αριδαίας. Τον συνάντησα στο ορεινό νοσοκομείο της ΙΧ μεραρχίας που βρισκόταν στο δάσος απέναντι από το χωριό Ανταρτικό στην περιοχή των Πρεσπών. Τότε μου διηγήθηκε εμπιστευτικά συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τη σύλληψη, την καταδίκη και την εκτέλεση του αειμνήστου Γεωργιάδη, διοικητή της 14ης ταξιαρχίας της ΙΧ μεραρχίας του ΔΣΕ. Με τον Γεωργιάδη συνδέονταν πολύ στενά κι επειδή ήταν και οι δυο μελαχρινοί και έμοιαζαν φυσιογνωμικά και σωματικά αποκαλούσε ο ένας τον άλλο «Aδελφέ». Ο Δαδαλιάρης ήταν ίσως ο μόνος που τον επισκεπτόταν εκεί που κρατούνταν, του πήγαινε τσιγάρα, κάλτσες και ρούχα ζεστά.
Αψηφώντας τον κίνδυνο να κακοχαρακτηριστεί και να έχει σοβαρές συνέπειες ζήτησε να παραστεί στο στρατοδικείο ως μάρτυρας υπεράσπισης κι αυτό έγινε δεκτό. Φυσικά αυτό εξυπηρετούσε και τα σχέδια του Γούσια για δήθεν αντικειμενική δίκη. Πρόεδρος του στρατοδικείου διορίστηκε από τον Γούσια, τον Ζαχαριάδη, τον Βλαντά, τον Μπαρτζιώτα ο δικηγόρος Παναγιώτης Τζήμας από την Καστοριά, αδελφός του Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη) που ήταν αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Αυτός αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση γιατί τα στοιχεία που του έδωσαν ήταν προκατασκευασμένα και ανυπόστατα. Επειδή όμως ήταν γνωστός και αδελφός του Σαμαρινιώτη δεν ήταν δυνατόν να τον εξοντώσουν και τον έστειλαν στη Ρουμανία για να μη βρίσκεται στα πόδια τους και τους δημιουργεί προβλήματα.
Έτσι ο Γούσιας όρισε πρόεδρο του στρατοδικείου τον Τάκη Γκαστή, υποχείριό του. Θα αναφέρω μόνο ένα περιστατικό από τη διεξαγωγή της δίκης (παρωδία) στο στρατοδικείο. Στην απολογία του ο Γεωργιάδης είπε: «Σύντροφοι δικαστές, με κατηγορείτε για προδοσία ως πράκτορα του ιμπεριαλισμού. Αρνούμαι κατηγορηματικά αυτές τις κατηγορίες. Υπήρξα πάντα τίμιος αγωνιστής και πατριώτης. Μπορείτε να με κατηγορήσετε σαν έναν ανίκανο αξιωματικό που έχασε μια μάχη –εννοούσε την αποτυχία κατάληψης της Έ δεσσας τον Δεκέμβρη του 1948– ή και για άλλες ακόμη αποτυχημένες ενέργειες, αλλά τότε θα έπρεπε να δικάσετε αυτόν εδώ (και δείχνει τον Γούσια), ο οποίος ενώ επιστράτευσε 3000 νέους από τη Ρούμελη για να τους φέρει στο Γράμμο το χειμώνα του 1948 έφερε μόνο 650. Οι άλλοι άοπλοι, ξυπόλυτοι, νηστικοί, πέθαναν απ’ τις κακουχίες και την πείνα, σκοτώθηκαν, πνίγηκαν περνώντας πεζοί την αβαθή λίμνη της Κάρλας. Κι είχε την αναίδεια να την ονομάσει «ηρωική φάλαγγα και πορεία».
Έξαλλος ο Γούσιας απευθύνεται στο στρατοδικείο· «κλείστε του το στόμα, ράψτε το». Κι απευθυνόμενος στο Γεωργιάδη: «Μου τη γλίτωσες στα Πιέρια, αλλά δε θα μου τη γλιτώσεις τώρα». Και το στρατοδικείο του επέβαλε την ποινή του θανάτου διά τουφεκισμού.
Κατά τη διάρκεια της πορείας στα Πιέρια, ο Γεωργιάδης είχε διαφωνήσει σε πολλά ζητήματα με το Γούσια γιατί ο Γεωργιάδης ήταν έμπειρος αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων. Η τελευταία του επιθυμία, πριν την εκτέλεσή του, ήταν· «Δώστε μου πέντε λεπτά παράταση». Στο διάστημα αυτό έβγαλε τη στολή του, τις μπότες του και είπε «παιδιά, αυτά να τα δώσετε σε κανένα γυμνό μαχητή» και ανοίγοντας το πουκάμισό του λέει στο εκτελεστικό απόσπασμα «σύντροφοι, εσείς δεν φταίτε, άλλοι σας έβαλαν που κάποτε θα πληρώσουν. Χτυπάτε, λοιπόν».
Αυτός ήταν ο ηρωικός και ταλαντούχος επιτελικός αξιωματικός του ΔΣΕ που τόσο άδικα και απάνθρωπα έφυγε από τη ζωή. Την εκτίμησή μου γι’ αυτόν τη διαμόρφωσα από προσωπικά βιώματα μαζί του (Δεκ. του 1948), από όσα διάβασα στο βιβλίο του Πέτρου Ανταίου «Η ελπίδα πάγωσε στις κορφές» και από την αφήγηση του γιατρού Δαδαλιάρη.
Με το Δαδαλιάρη, λοιπόν, βρεθήκαμε πάλι μαζί, μετά την ήττα μας και την υποχώρηση στην Τασκένδη, στην ίδια πολιτεία. Υπηρετούσε στα ιατρεία ενός μεγάλου εργοστασίου που κατασκεύαζε μηχανές για τη βιομηχανία παραγωγής υφασμάτων.
Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 τάχθηκε με την ανανέωση. Η τελευταία μας συνάντηση έγινε στο σπίτι μου σε μια συγκέντρωση είκοσι περίπου αξιωματικών από τους οποίους οι πιο πολλοί ανήκαν στο ΚΚΕ εσωτ. για ενημέρωση μετά την επιστροφή μου από τη Μόσχα και τη συνάντησή μου με το Μάρκο Βαφειάδη. Όταν έφυγαν οι άλλοι, τον κράτησα και δειπνήσαμε μαζί. Ήταν η τελευταία φορά, ύστερα από λίγο πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ανοιχτά τοποθετημένος με το ΚΚΕ εσωτ. κάτω από την πίεση της Ελληνικής Παρτιζάνικης παροικίας το προεδρείο του συλλόγου Πολιτικών Προσφύγων και η ΚΕ Τασκένδης του ΚΚΕ τον εξέθεσε σε λαϊκό προσκύνημα στην αίθουσα τελετών του συλλόγου. Τον θάψαμε στο κεντρικό νεκροταφείο κοντά στην 4η πολιτεία των πολιτικών προσφύγων. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Αλέκος Ρόσιος (Υψηλάντης), φιλόλογος, στρατηγός του ΔΣΕ. Αναδημοσίευση από http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=139
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου